Η γρίπη μπορεί να προκαλέσει παρόμοια μακροχρόνια συμπτώματα με τον COVID, υποστηρίζουν ειδικοί.

Οι ασθενείς που νοσηλεύτηκαν είτε με εποχική γρίπη είτε με κορωνοϊό διέτρεχαν και οι δύο μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου κατά τους επόμενους 18 μήνες, αναφέρουν ερευνητές της ιατρικής σχολής του πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον.

Τα αναπνευστικά προβλήματα ήταν τα πιο κοινά, ενώ οι ασθενείς είχαν περισσότερες πιθανότητες να εισαχθούν εκ νέου στο νοσοκομείο εάν είχαν υποστεί κάποια από τις δύο παθήσεις. Οι ειδικοί δήλωσαν ότι αυτό δείχνει τη σημασία των ετήσιων εμβολιασμών, ιδίως στους ηλικιωμένους και τους πιο ευάλωτους, αν και οι πιθανότητες εκδήλωσης μακροχρόνιων επιπτώσεω από γρίπη είναι πολύ μικρότερες από αυτές του κορωνοϊού.

Ένα σημαντικό μάθημα που αντλήθηκε από την πανδημία ήταν ότι μια λοίμωξη που αρχικά θεωρήθηκε ότι προκαλεί μόνο σύντομη ασθένεια μπορεί επίσης να οδηγήσει σε χρόνια ασθένεια, αναφέρει η Daily Mail.

Η έρευνα στο πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον

Αυτό ώθησε τους ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον να εξετάσουν τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα του COVID μαζί με τη γρίπη.

Ανέλυσαν περισσότερα από 90.000 αρχεία ασθενών έως και 18 μήνες μετά τη μόλυνση με οποιονδήποτε από τους δύο ιούς, συγκρίνοντας τους κινδύνους θανάτου, εισαγωγής στο νοσοκομείο και 94 δυσμενών αποτελεσμάτων για την υγεία που αφορούν τα κυριότερα συστήματα οργάνων του σώματος.

Ο υψηλότερος κίνδυνος ήταν 30 ημέρες μετά την αρχική λοίμωξη και για τις δύο ασθένειες, σύμφωνα με τα ευρήματα που δημοσιεύθηκαν στο εβδομαδιαίο ιατρικό περιοδικό «Lancet».

Παρόλο που ο κορωνοϊός παρουσίασε μεγαλύτερο κίνδυνο για την υγεία σε σχέση με την εποχική γρίπη, η μόλυνση με οποιονδήποτε από τους δύο ιούς ενέχει σημαντικό κίνδυνο.

Οι ασθενείς με COVID είχαν αυξημένο κίνδυνο στο 68% των εξεταζόμενων καταστάσεων υγείας σε όλα τα συστήματα οργάνων, σε σύγκριση με το πολύ χαμηλότερο 6% της γρίπης, η οποία εκδηλώθηκε κυρίως στο αναπνευστικό σύστημα.

Ο Ziyad Al-Aly, κλινικός επιδημιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, δήλωσε: «Πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι έχουν ξεπεράσει τον COVID ή τη γρίπη αφού πάρουν εξιτήριο από το νοσοκομείο».

 

 

Γρίπη και COVID μπορούν να προκαλέσουν μακροχρόνια ασθένεια

«Αυτό μπορεί να ισχύει για ορισμένους ανθρώπους. Αλλά η έρευνά μας δείχνει ότι και οι δύο ιοί μπορούν να προκαλέσουν μακροχρόνια ασθένεια».

Και πρόσθεσε: «Τόσο για τον COVID όσο και για την εποχική γρίπη, οι εμβολιασμοί μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη σοβαρών ασθενειών και να μειώσουν τον κίνδυνο νοσηλείας και θανάτου», σημείωσε ο επιδημιολόγος.

«Η βελτιστοποίηση του εμβολιασμού πρέπει να παραμείνει προτεραιότητα για τις κυβερνήσεις και τα συστήματα υγείας παντού. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τους ευάλωτους πληθυσμούς, όπως οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα».

Η εποχική γρίπη

Σύμφωνα με τον ΕΟΔΥ, η γρίπη είναι οξεία νόσος του αναπνευστικού συστήματος που προκαλείται από τους ιούς της γρίπης και μεταδίδεται πολύ εύκολα από το ένα άτομο στο άλλο. Μπορεί να προκαλέσει από ήπια έως και πολύ σοβαρή νόσηση. Οι περισσότεροι υγιείς άνθρωποι ξεπερνούν τη γρίπη χωρίς να παρουσιάσουν επιπλοκές, ορισμένοι όμως, όπως άτομα που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για σοβαρές επιπλοκές από τη γρίπη. Στην Ελλάδα εποχικές εξάρσεις γρίπης εμφανίζονται  κατά τους χειμερινούς μήνες (από τον Οκτώβριο έως τον Απρίλιο).

Στην Ελλάδα η διαχρονική παρακολούθηση του νοσήματος έχει δείξει ότι η δραστηριότητα της γρίπης συνήθως αρχίζει να αυξάνει κατά τον μήνα Ιανουάριο, και κορυφώνεται κατά τους μήνες Φεβρουάριο-Μάρτιο.

Ο εμβολιασμός κατά της εποχικής γρίπης είναι το καλύτερο και ασφαλέστερο διαθέσιμο μέσο πρόληψης για τη νόσο. Επειδή ο ιός της γρίπης μπορεί να υποστεί μεταλλάξεις, ο εμβολιασμός είναι αναγκαίο να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο με έμφαση σε συγκεκριμένες ομάδες αυξημένου κινδύνου για εμβολιασμό, σύμφωνα με την εγκύκλιο του Υπουργείου Υγείας.

Long COVID-19

Ο όρος «Σύνδρομο Long COVID», αναφέρει ο EODY, περιλαμβάνει τα συμπτώματα και σημεία αλλά και τις επιπλοκές (όψιμες ή μακροχρόνιες) που εμμένουν ή εμφανίζονται 4 εβδομάδες μετά τη λοίμωξη με SARS-COV-2 και συνεχίζουν για περισσότερο από 12 εβδομάδες, χωρίς να μπορούν να αποδοθούν σε εναλλακτική διάγνωση.

Αυτά τα επίμονα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν, βήχα, δύσπνοια, θωρακικό άλγος, αίσθημα παλμών, αρρυθμίες, κόπωση, μυαλγίες, κεφαλαλγία, γνωσιακές διαταραχές, διαταραχές μνήμης.