Οι έμπειροι και καταξιωμένοι οικονομολόγοι Α. Χ. Παπανδρόπουλος και Κ. Χ. Χρηστίδης είναι ένθερμοι διαχρονικά οπαδοί της ελεύθερης αγοράς και του ανταγωνισμού. Άνθρωποι με πολυετή θητεία στην μελέτη των οικονομιών και των αγορών, στην αρθρογραφία και στις επιχειρήσεις, με το βιβλίο τους “Η επιχειρούσα κοινωνία” (εκδ. Παπαζήσης 2024) νοηματοδοτούν ξανά τον ορισμό του επιχειρείν στην σύγχρονη παγκόσμια οικονομία.
Του Ηλία Καραβόλια
Αφού ξεκινούν με μια ιστορική αναδρομή για τον σμιθιανό κόσμο των ορισμών και των αξιωμάτων, δηλαδή τι εστί εταιρεία και επιχείρηση( κοινωνικό-πολιτισμικό και ιστορικό φαινόμενο στον Άνταμ Σμιθ) φθάνουν να καταθέτουν τα σύγχρονα φαινόμενα γύρω από το επιχειρηματικό περιβάλλον : αυτά όπως του νέου ψηφιακού χρήματος αλλά και του δικτυακού χωροχρονικού ανταγωνιστικού εταιρικού κόσμου στη διεθνή παραγωγή και το εμπόριο.
Στην αναλυτική τους διόπτρα βρίσκεται όμως πάντα η κοινωνία – όχι μόνο η αγορά – ως “τόπος συνάντησης” του επιχειρείν και του κεφαλαίου. Και τους ενδιαφέρει επίσης να περιγράψουν τον ρόλο της επιχείρησης τόσο στην εξέλιξη της οικονομικής σκέψης όσο και στο πεδίο της κοινωνιολογικής και ιστορικής οπτικής.
Παραθέτουν γνωστά ιστορικά φαινόμενα (πχ αυτό που αποκαλείται «επανάσταση του Χένρυ Φορντ») και αφού εξετάσουν πως φθάσαμε από το αόρατο χέρι στο άυλο χρήμα, ασχολούνται με το ψυχολογικό και πνευματικό υπόβαθρο του υποκειμένου – επιχειρηματία διαχρονικά αλλά και του ρόλου του στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Στο μέσο του βιβλίου περίπου εξηγούν πόσο αναβαθμίστηκε το ανθρώπινο εγχείρημα της «εταιρείας» το οποίο και αποκαλούν «ανώτατο στάδιο του επιχειρείν» (με ιστορικές αναφορές σε γνωστά μεγάλα ονόματα του καπιταλιστικού κόσμου).
Οι συγγραφείς στέκονται – εκτός από τις αναφορές τους σε παραδοσιακούς θεωρητικούς οικονομολόγους των αγορών – και σε κλασικές φυσιογνωμίες του management και του marketing, όπως ο Ντράκερ και ο Πόρτερ, για να αποδείξουν στον αναγνώστη τον σπουδαίο και βαρύνοντα ρόλο της γνώσης για την επιχειρηματική εξέλιξη και το οικονομικό σύστημα.
Οι Παπανδρόπουλος και Χρηστίδης, έχοντας ζήσει κύκλους επιχειρηματικών και οικονομικών εξελίξεων, ενδιαφέρονται να περάσουν το μήνυμα της σύγχρονης πλέον αξίας του επιχειρείν: πως αυτό θα μεταλλαχθεί από ένστικτο σε κοινωνική δράση και πως θα γονιμοποιηθεί και να γίνει μοχλός ανάπτυξης, ευημερίας και πολιτιστικής προόδου.
Εξηγούν πειστικά ότι η επιχείρηση είχε ανέκαθεν «αυξανόμενο οικονομικό βάρος και ανοδική κοινωνική ισχύ». Και εδώ αξίζει να σταθούμε διότι συνδέουν αυτό που ονομάζουμε “πολιτισμική κουλτούρα” με το κοινωνιολογικό υπόβαθρο κάθε μεγάλου επιχειρηματικού ιστορικού εγχειρήματος.
Ως επίμονοι μελετητές της οικονομικής σκέψης στέκονται τόσο στον ρόλο της αστικής τάξης μέσα στις οικονομικές αλλαγές όσο και στο ρόλο των δομών και της πολιτικής φιλοσοφίας πίσω από αγορές και οικονομίες.
Κορυφαίοι διανοητές, όπως οι Κεϋνς, Μαρξ και Σουμπέτερ, παρελαύνουν από το έργο τους ως «φιλόσοφοι του οικονομικού κόσμου» που θεωρούσαν το επενδυτικό κεφάλαιο και το επιχειρηματικό ένστικτο, εκείνους τους «μεγάλους φορείς» (μαζί με την μηχανή) της βιομηχανικής επανάστασης.
Στο ιστορικό τους περιγραφικό πεδίο παραθέτουν και τον σύγχρονη σκέψη του Γιόνους με την περίφημη φράση του «…πρέπει στον καθένα να δοθεί η δυνατότητα να γίνει επιχειρηματίας…».
Οι δυο συγγραφείς επικαλούνται τις αδυναμίες του σύγχρονου στρεβλωτικού κρατικού φαινομένου, όχι όμως για ιδεολογικούς λόγους και εμμονές, αλλά για να τονίσουν την «μεγάλη πρόκληση της σύγχρονης επιχειρούσας κοινωνίας : την αντίσταση στον φόβο, την υπερπήδηση εμποδίων (όπως αυτά που δημιουργούν ανελεύθερα καθεστώτα και συντεχνιακές αντιλήψεις) την απελευθέρωση της ευφυΐας και την καλλιέργεια του πνεύματος της επιχειρηματικότητας».
Τους ενδιαφέρει ουσιαστικά η κοινωνική οικονομία της αγοράς αφού γράφουν: «η επιχείρηση, εκτός από αφετηρία παραγωγής πλούτου, είναι ανάγκη να αποτελεί και χώρο κοινωνικής καταξίωσης».
Εδώ νοηματοδοτούν με ακρίβεια σύγχρονες έννοιες, επίδικα του νέου κόσμου της εταιρικής ευθύνης και της βιωσιμότητας όπως η ηθική διάσταση της επιχειρηματικής δράσης (απόδοση «μερίσματος» και στους εργαζόμενους, προστιθέμενη αξία όχι μόνο σε μετόχους αλλά και στους πελάτες, τους προμηθευτές, τους ανταγωνιστές, το κράτος και τις οργανώσεις του κοινωνικού τομέα). Απόψεις που φυσικά ταιριάζουν περισσότερο με τις ιδεολογικές απηχήσεις του κοινωνικού φιλελευθερισμού και όχι με αυτές του αναρχοκαπιταλισμού και της μανιακής απόσπασης υπεραξίας.
Για παράδειγμα χρησιμοποιούν στα τελευταία κεφαλαία έννοιες όπως αυτή της «κοινωνικής λογιστικής» αλλά και των κριτηρίων ESG. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης ότι συνδέουν την κοινωνική διάσταση της ηγεσίας με την συναισθηματική νοημοσύνη αλλά καινοτομούν σχεδόν αφού συνθέτουν περιληπτικά τα εξαγόμενα σημαίνοντα απο αυτό τον συνδυασμό, στην έννοια της πολιτικής νοημοσύνης (PQ). Ορίζουν δε αυτή ως την «ηγετική ικανότητα διάδρασης σε έναν κόσμο όπου κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και κοινωνίες μοιράζονται την ισχύ».
Το βιβλίο είναι μια ελληνική συνεισφορά στον διεθνή διάλογο για τον «συμμετοχικό και δημοκρατικό καπιταλισμό». Για την σπουδαιότητα των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα αλλά και τους νέους ορισμούς συνεννόησης μεταξύ εργοδοτών- εργαζόμενων.
Χωρίς να απομακρύνονται από την καπιταλιστική αξιωματική του κέρδους και της ανάπτυξης καταπιάνονται με ηθικά διλήμματα στη λήψη αποφάσεων και στρατηγικής, τον εξανθρωπισμό των εργασιακών σχέσεων, ενώ διερωτώνται για την αναπαραγωγή του καταναλωτισμού και τους ηθικούς σχετικισμούς πίσω από έννοιες όπως απασχόληση, απασχολησιμότητα και προσωπική ζωή.
Σε γενικές δε γραμμές η παγκοσμιοποίηση εξετάζεται με νέους όρους και πλαίσιο κατανόησης χωρίς παρωπίδες και πολιτικό-οικονομικές αναλύσεις που ξεφεύγουν από το ζητούμενο του βιβλίου, δηλαδή τον ρόλο της «επιχειρούσας κοινωνίας».
Ενδεχομένως, μια περισσότερο αναλυτική προσέγγιση σε φαινόμενα όπως η βίαιη για πολλούς βίο-ψηφιοποίηση, ο υπεραυτοματισμός αλλά και τα όρια δράσης και ελέγχου της τεχνητής νοημοσύνης, να γέμιζαν με ακόμη περισσότερο γνωσιακό φορτίο τον αναγνώστη.
Σε κάθε περίπτωση το βιβλίο αποδίδει σε μεγάλο βαθμό τόσο την μετά-πανδημική επιχειρηματική οικονομία όσο και την κοινωνική διάσταση που επιβάλλεται πλέον να υιοθετήσουν οι φορείς εποπτείας και ρύθμισης αγορών και οικονομιών…