Κατά 75 μονάδες βάσης αύξησε τα επιτόκια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στη διάρκεια της σημερινής συνεδρίασης, επιβεβαιώνοντας έτσι εκείνους που ανέμεναν μια μεγάλη αύξηση των επιτοκίων.
Τέτοια επιθετική αύξηση η ΕΚΤ έχει εφαρμόσει άλλη μια φορά για ένα διάστημα τεσσάρων ημερών από την 1η έως τις 4 Ιανουαρίου του 1999 όταν και έκανε την επίσημη εμφάνισή του το ευρώ. Επί της ουσίας τέτοιου εύρους αύξηση των επιτοκίων η ΕΚΤ δεν την έχει υιοθετήσει ποτέ στο παρελθόν και η αύξηση του 1999 περισσότερο νόημα έχει μόνο για εκείνους που αρέσκονται στα ιστορικά δεδομένα.
Θα συνεχιστούν οι αυξήσεις
Το Διοικητικό Συμβούλιο έλαβε τη σημερινή απόφαση, και αναμένει ότι θα αυξήσει τα επιτόκια περαιτέρω, επειδή ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι υπερβολικά υψηλός και είναι πιθανόν να παραμείνει σε επίπεδα πάνω από τον στόχο για παρατεταμένη χρονική περίοδο.
Σύμφωνα με την προκαταρκτική εκτίμηση της Eurostat, ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε σε 9,1% τον Αύγουστο.
Η αλματώδης αύξηση των τιμών της ενέργειας και των ειδών διατροφής, οι πιέσεις από την πλευρά της ζήτησης σε ορισμένους τομείς λόγω της επανεκκίνησης της οικονομίας και τα φαινόμενα συμφόρησης από την πλευρά της προσφοράς εξακολουθούν να συμβάλλουν στην άνοδο του πληθωρισμού.
Οι πιέσεις στις τιμές εξακολούθησαν να ενισχύονται και να διευρύνονται σε ολόκληρη την οικονομία και ο πληθωρισμός ενδέχεται να αυξηθεί περαιτέρω σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Καθώς οι τρέχοντες παράγοντες διαμόρφωσης του πληθωρισμού εξασθενούν με την πάροδο του χρόνου και η εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής μεταδίδεται στην οικονομία και στον καθορισμό των τιμών, ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει.
Σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ έχουν αναθεωρήσει σημαντικά προς τα πάνω τις προβολές τους για τον πληθωρισμό και ο πληθωρισμός αναμένεται πλέον να διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 8,1% το 2022, σε 5,5% το 2023 και σε 2,3% το 2024.
Επιβραδύνεται η οικονομική ανάπτυξη
Έπειτα από ανάκαμψη το πρώτο εξάμηνο του 2022, πρόσφατα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η οικονομική ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ επιβραδύνεται σημαντικά και η οικονομία αναμένεται να παραμείνει στάσιμη αργότερα εντός του έτους και το α΄ τρίμηνο
του 2023.
Οι πολύ υψηλές τιμές της ενέργειας μειώνουν την αγοραστική δύναμη των εισοδημάτων των ανθρώπων και, παρά την άμβλυνση των φαινομένων συμφόρησης από την πλευρά της προσφοράς, αυτά εξακολουθούν να περιορίζουν την οικονομική δραστηριότητα.
Επιπλέον, η δυσμενής γεωπολιτική κατάσταση, ιδίως η αδικαιολόγητη επίθεση της Ρωσίας ενάντια στην Ουκρανία, επιδρά αρνητικά στην εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών.
Αυτές οι προοπτικές αντανακλώνται στις πιο πρόσφατες προβολές των εμπειρογνωμόνων για την οικονομική ανάπτυξη, οι οποίες έχουν αναθεωρηθεί προς τα κάτω σημαντικά για το υπόλοιπο διάστημα του τρέχοντος έτους και σε όλη τη διάρκεια του 2023.
Οι εμπειρογνώμονες αναμένουν τώρα ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 3,1% το 2022, 0,9% το 2023 και 1,9% το 2024.
Οι διαρκείς ευπάθειες που προκάλεσε η πανδημία εξακολουθούν να ενέχουν κίνδυνο για την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει επομένως να εφαρμόζει ευελιξία στις επανεπενδύσεις ποσών από την εξόφληση τίτλων του χαρτοφυλακίου του έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (pandemic emergency purchase programme – PEPP) καθώς φθάνουν στη λήξη τους, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι για τον μηχανισμό μετάδοσης που σχετίζονται με την πανδημία.
ΠΗΓΗ: moneypress.gr
Ακολουθήστε το Lykavitos.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις