Συναγερμός έχει σημάνει στο οικονομικό επιτελείο, καθώς η ανάλυση των στοιχείων από τις φετινές φορολογικές δηλώσεις επιβεβαίωσε τον χειρότερο εφιάλτη του:
τα δηλωθέντα εισοδήματα των ελεύθερων επαγγελματιών εμφανίζονται μειωμένα κατά 20% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, γεγονός που αποδίδεται στην αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης και κυρίως στη σύνδεση του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών με το εισόδημα.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας "Καθημερινή" η εξέλιξη αυτή έχει προκαλέσει έντονη ανησυχία, καθώς θα έχει επιπτώσεις στα δημοσιονομικά μεγέθη και όχι μόνο του 2017, αλλά και των επόμενων ετών και θα επηρεάσει τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς στο πλαίσιο της επικείμενης τρίτης αξιολόγησης.
Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις , η δυναμική επίπτωση στα έσοδα από κάθε είδους φόρο και εισφορές μπορεί να ξεπεράσει τα 1,5 δισ. στη διετία. Γι’ αυτό και αναζητούνται ήδη τρόποι και μέτρα αντίδρασης , μεταξύ των οποίων να μπει χαμηλότερα ο «κόφτης» στο ύψος του αθροίσματος φόρων και εισφορών.
Σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Οικονομικών, οι ελεύθεροι επαγγελματίες δήλωσαν για το 2016 (φορολογική δήλωση 2017) συνολικά εισοδήματα 3,8 δισ. ευρώ, έναντι 4,7 δισ. ευρώ πέρυσι (εισόδημα 2015).
Δηλαδή, οι ελεύθεροι επαγγελματίες εμφανίζονται να απέκτησαν 900 εκατ ευρώ λιγότερα εισοδήματα , σε μια χρονιά που η οικονομία πήγε καλύτερα από την προηγούμενη και σε άλλες κατηγορίες φορολογουμένων καταγράφεται αύξηση εισοδήματος ή αναμενόμενη μικρή μείωση.
Οι ίδιες πηγές εκτιμούν πως οι ελεύθεροι επαγγελματίες, γνωρίζοντας πως οι εισφορές τους θα υπολογίζονται με βάση το εισόδημα, φρόντισαν να χαμηλώσουν την βάση υπολογισμού, δηλαδή απέκρυψαν εισοδήματα.
Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που τα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος τον Ιούλιο εμφανίζουν υστέρηση έναντι του στόχου.
Ενώ το πλήθος των φορολογουμένων που δεν κατέβαλαν την πρώτη δόση του φόρου είναι όσοι περίπου και την προηγούμενη χρονιά (περίπου ένας στους τρεις), τα έσοδα είναι λιγότερα επειδή λιγότερος ο φόρος που βεβαιώθηκε στα εισοδήματα φυσικών προσώπων από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Στο υπουργείο Οικονομικών δεν αιφνιδιάστηκαν ,απλώς οι φόβοι τους επιβεβαιώθηκαν. Από την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου, το 2016, διέβλεπαν τον κίνδυνο των αρνητικών επιπτώσεων στα έσοδα.
Η ανησυχία του οικονομικού επιτελείου δεν εστιάζεται τόσο στην ταμειακή «τρύπα» του φετινού προϋπολογισμού. Ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί με σχετική ευκολία.
Πρόβλημα, επίσης δεν δημιουργείται φέτος, ούτε για τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), στον οποίο οι ελεύθεροι επαγγελματίες συνεισφέρουν το 1/6 των εσόδων του. Το πρόβλημα είναι πως με τις φετινές δηλώσεις τους, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι διαμόρφωσαν μια χαμηλή βάση εισοδήματος, που θα επηρεάσει τα έσοδα και τα δημοσιονομικά μεγέθη και των επόμενων ετών.
Από το 2018, ο πήχης για το πρωτογενές πλεόνασμα ανεβαίνει στο 3,5% του ΑΕΠ. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αμφισβητεί ότι αυτός ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί με τα μέτρα που έχουν συμφωνηθεί , αλλά για τον επόμενο χρόνο δεν ζητεί πρόσθετα μέτρα αποδεχόμενο ότι υπάρχει αυτόματος «κόφτης» δαπανών, που θα ενεργοποιηθεί για να εξουδετερώσει την όποια αστοχία.
Για το 2019, όμως ζητεί να εφαρμοστεί η προγραμματισμένη για το 2020 μείωση του αφορολόγητου ορίου, αλλά και να για το 2023 τα αντίμετρα.
Προφανώς η κυβέρνηση , δεν θέλει ούτε την ενεργοποίηση του «κόφτη», ούτε την επίσπευση της μείωσης του αφορολόγητου. Για να μη συμβεί τίποτα από αυτά, θα πρέπει να μην υπάρξει η παραμικρή απόκλιση από τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου 2018-2021, τόσο ως προς τον ρυθμό ανάπτυξης όσο και προς τα έσοδα και τις δαπάνες.
Οι εκτιμήσεις του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Γ. Χουλιαράκη και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους είναι πως ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το επόμενο έτος επιτυγχάνεται. Ωστόσο, πηγές του οικονομικού επιτελείου υποστηρίζουν πως ανατροπές όπως η μεγάλη μείωση του δηλωθέντος εισοδήματος των ελευθέρων επαγγελματιών , μπορούν να δημιουργήσουν προβλήματα, αφού εξαντλήθηκαν τα «μαξιλάρια» , περιορίζουν δραματικά τα περιθώρια αστοχιών σε όλες τις περιοχές του προϋπολογισμού και –το κυριότερο- ενισχύουν την επιχειρηματολογία εκείνων (π.χ του ΔΝΤ) που αμφισβητούν την επίτευξη των στόχων, δυσχεραίνοντας τη διαπραγματευτική θέση της ελληνικής πλευράς.