Αποτελειώνει το αναπτυξιακό σχέδιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Το ΔΝΤ αφήνει αιχμές για ανεπάρκειες και κενά στο αναπτυξιακό πρόγραμμα που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση για την μεταμνημονιακή περίοδο.

Στην έκθεσή του για την οικονομία της Ελλάδας το ΔΝΤ αναφέρει μεν πως το σχέδιο «ορθώς» δίνει έμφαση στην εξωστρέφεια της οικονομίας και στην παροχή μέτρων κοινωνικής στήριξης, όμως επισημαίνει ότι οι προτάσεις της Αθήνας χρειάζονται «περισσότερες λεπτομέρειες» προκειμένου να πετύχουν τις δυνατότητές τους.

Το ΔΝΤ στέκεται στα εργασιακά, επισημαίνοντας ότι το πλάνο της Αθήνας για αδιευκρίνιστου ύψους αύξηση του βασικού μισθού και επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων με επεκτασιμότητα οδηγεί σε μια λιγότερο ευέλικτη αγορά εργασίας.

Σε πολλά σημεία της έκθεσης το Ταμείο καλεί την κυβέρνηση να προχωρήσει με «σύνεση» όσον αφορά το ύψος του βασικού μισθού, υπογραμμίζοντας πως είναι «ασαφές» το πώς οι αυξήσεις συνάδουν με τον στόχο της κυβέρνησης για τόνωση της νεανικής απασχόλησης.

Η διατήρηση των παλαιότερων εργασιακών μεταρρυθμίσεων, αναφέρει το Ταμείο, «θα βοηθούσε στην διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας και θα διατηρήσει την δυναμική της ανάκαμψης της απασχόλησης».

Η έκθεση του ΔΝΤ εστιάζει και στα κενά που υπάρχουν στο μέτωπο της εισοδηματικής και φορολογικής πολιτικής.

Ο οργανισμός χαιρετίζει την πρόθεση για μείωση των «υψηλών» φορολογικών συντελεστών, λόγω των θετικών επιπτώσεων που θα είχε στην απασχόληση και στην προσέλκυση επενδύσεων, όμως υπογραμμίζει ότι το αναπτυξιακό σχέδιο της Αθήνας δεν περιέχει καμία ξεκάθαρη πρόταση για αλλαγή του μείγματος πολιτικής πέραν μιας δέσμευσης για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.

Ο θεσμός αναφέρει με νόημα πως η κυβέρνηση θα ωφεληθεί από καλύτερα διαγνωστικά εργαλεία και αξιολόγηση για τις πολιτικές που ακολουθεί και για τις μεταρρυθμίσεις που υλοποιεί, λέγοντας ενδεικτικά πως περαιτέρω βήματα για την απελευθέρωση κλειστών επαγγελμάτων και για την τόνωση του ανταγωνισμού «παραμένουν γενικά ή απόντα».

Ακόμα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κάνει λόγο για κενά και έλλειψη λεπτομερειών στην χρηματοδότηση του επεκταμένου συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, και στην βελτίωση των ισολογισμών των τραπεζών.