Από αυτό το Σάββατο, 1η Σεπτεμβρίου, θα αρχίσει να εφαρμόζεται η συμφωνία Ελλάδας – Γερμανίας για τις επιστροφές στην Αθήνα όσων αιτούντων άσυλο συλλαμβάνονται στα γερμανοαυστριακά σύνορα αλλά έχουν πρωτοεισέλθει στην ΕΕ μέσω της Ελλάδας.

«Το Βήμα» έχει στα χέρια του τις επιστολές που αντάλλαξαν ο Έλληνας υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής Δημήτρης Βίτσας με τον Γερμανό υπουργό Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερ συν τα δύο παραρτήματα που τις συνοδεύουν.

Τα παραρτήματα συνιστούν τη διμερή «Διοικητική Διευθέτηση», όπως αποκαλείται η συμφωνία, την οποία αποδέχονται οι δύο υπουργοί στις επιστολές τους.

Στο Παράρτημα 1, που απέστειλε ο κ. Ζεεχόφερ προς τον κ. Βίτσα, περιγράφεται λεπτομερώς ποιοι και με ποια διαδικασία θα στέλνονται πίσω στην Ελλάδα απ’ όσους συλλαμβάνονται στο πλαίσιο των «προσωρινών ελέγχων» στα γερμανοαυστριακά σύνορα. Από τις επιστροφές εξαιρούνται οι ασυνόδευτοι ανήλικοι.

Για να επιστραφεί κάποιος, πρέπει να έχει ήδη ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα και να έχει περαστεί μετά την 1η Ιουλίου 2017 στο σύστημα Eurodac (την πανευρωπαϊκή βάση δεδομένων όπου καταχωρίζονται τα στοιχεία και τα δακτυλικά αποτυπώματα των αιτούντων άσυλο).

Η γερμανική πλευρά θα στέλνει με φαξ ή μέιλ στην ελληνική τον αριθμό Eurodac των ατόμων στα οποία αρνείται την είσοδο στη Γερμανία, την ημερομηνία και τον τόπο της σύλληψής τους, τη φωτογραφία τους και τις πληροφορίες για την πτήση της επιστροφής τους στην Αθήνα.

Η Γερμανία θα τους επιστρέφει «μόνο αεροπορικώς, στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Αθήνας. Η επιστροφή θα πραγματοποιείται όχι περισσότερες από 48 ώρες μετά τη σύλληψη» στα γερμανοαυστριακά σύνορα, εκτός αν η ελληνική πλευρά προβάλει αντίρρηση εντός έξι ωρών αφότου λάβει τα στοιχεία εκείνου που πρόκειται να επιστραφεί, αποδεικνύοντας γιατί το συγκεκριμένο άτομο δεν πληροί τους όρους για επιστροφή στην Ελλάδα.

Αν κάποιος επιστραφεί στην Αθήνα αλλά «η ελληνική πλευρά αποδείξει εντός επτά ημερών ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις, η γερμανική πλευρά θα δεχθεί πίσω το άτομο αυτό χωρίς καθυστέρηση» αναφέρει η Διοικητική Διευθέτηση.

«Η γερμανική πλευρά θα πληρώνει όλα τα κόστη που σχετίζονται με την άρνηση εισόδου (σ.σ.: στη Γερμανία) έως ότου το άτομο που απορρίπτεται φθάσει στο έδαφος της Ελληνικής Δημοκρατίας» συνεχίζει το έγγραφο.

Στην περίπτωση που ένα άτομο έχει επιστραφεί λανθασμένα στην Ελλάδα και επαναπροωθηθεί στη Γερμανία, «η γερμανική πλευρά θα καλύψει όλο το κόστος του ταξιδιού».

Οι δύο πλευρές θα συγκροτήσουν μια επιτροπή, που θα αποτελείται από τρεις Ελληνες και τρεις Γερμανούς, η οποία θα επανεξετάζει την εφαρμογή της συμφωνίας κάθε τρεις μήνες. Αν υπάρξουν διαφωνίες για οποιοδήποτε θέμα, θα λύνονται αποκλειστικά μέσω διμερών διαπραγματεύσεων.

Η συμφωνία μπορεί να διακοπεί μονομερώς από την Ελλάδα ή τη Γερμανία, με μια γραπτή ειδοποίηση τουλάχιστον τρεις εβδομάδες νωρίτερα.

Η διμερής αυτή συμφωνία Ελλάδας – Γερμανίας παύει αυτόματα να ισχύει μόλις τεθεί σε εφαρμογή το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου, το οποίο οι δύο πλευρές ελπίζουν ότι θα συμφωνηθεί ως τα τέλη του έτους.