Μία πρώην αθλήτρια της ενόργανης, που είχε συμμετάσχει σε μεγάλες διοργανώσεις, είναι ανάμεσα στα 44 μέλη της οργάνωσης που συνελήφθησαν για τηλεφωνικές απάτες.
Όπως μεταδίδει η ΕΡΤ, η 37χρονη είχε υποστηρικτικό ρόλο στο ξέπλυμα χρήματος μελών του κυκλώματος, στο οποίο συμμετείχε ο αδελφός της. Ο άνδρας φέρεται να είχε τον ρόλο του εισπράκτορα στο κύκλωμα, παίρνοντας τα χρήματα ή τα τιμαλφή από τα θύμα, υποδυόμενος τον λογιστή.
Το ρεπορτάζ του ΕΡΤnews, αναφέρει ότι σε καταγεγραμμένες συνομιλίες η παλιά αθλήτρια μιλά τόσο με τον αδελφό της όσο και με άλλα πρόσωπα για μεταφορές ποσών στην κάρτα της.
Περισσότεροι από 400 αστυνομικοί συμμετείχαν στην τεράστια αστυνομική επιχείρηση, την Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025, για το «ξεδόντιασμα» εγκληματικής οργάνωσης που ειδικευόταν σε απάτες μέσω τηλεφώνου ή σε κλοπές, σε όλη την Ελλάδα. Συνολικά συνελήφθησαν 45 άτομα ενώ στη δικογραφία περιλαμβάνονται άλλα 96. Η λεία τους ανέρχεται στα 7.600.000 ευρώ. Μέχρι στιγμής έχουν εξιχνιαστεί 1.089 απάτες αλλά οι αρχές εκτιμούν πως ο αριθμός αυτός είναι στην πραγματικότητα πολλαπλάσιος. Τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης φέρεται από τον Φεβρουάριο του 2023 έκαναν απάτες κατά ανυποψίαστων πολιτών μέσω τηλεφώνου και άδειαζαν τους τραπεζικούς λογαριασμούς των θυμάτων τους προσπαθώντας να επέμβουν στις άυλες πληρωμές τους.
Η εγκληματική οργάνωση είχε ως βάση της αρχηγείο – τηλεφωνικό κέντρο στο Ζευγολατιό Κορινθίας, το οποίο μάλιστα χρησιμοποιούνταν και ως καταφύγιο αν κάποιο από τα μέλη ήθελε να κρυφτεί. Εκεί μάλιστα έκρυβαν τα χρήματα ή τα τιμαλφή που έκλεβαν.
Το τηλεφωνικό κέντρο αποτελούνταν από έναν τουλάχιστον βοηθό και ένα μικρό αριθμό έμπιστων μελών της εγκληματικής οργάνωσης, οι οποίοι μιλούσαν άπταιστα ελληνικά κατείχαν τεχνική κατάρτιση στη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών και άριστη γνώση λειτουργίας της ηλεκτρονικής τραπεζικής.
Τα υπόλοιπα τηλεφωνικά κέντρα βρίσκονταν κατά κανόνα στο Ζευγολατιό αλλά και γενικότερα στην Κόρινθο (Βραχάτι, Άσσος, Εξαμίλια κλπ).
Ταυτόχρονα, είχαν συστήσει επιχειρησιακά κέντρα σε Αγία Βαρβάρα, Αχαρνές – Φυλής (Άνω Λιόσια και Ζεφύρι) προκειμένου να μην εντοπίζονται τα αρχηγικά μέλη αλλά και για να μη συσχετιστούν τα επιχειρησιακά κέντρα με το «Αρχηγείο – τηλεφωνικό κέντρο».
Τα μέλη εκμεταλλεύονταν τις φιλικές και συγγενικές σχέσεις με άτομα στην επαρχία και τους ανέθεταν να ταξιδεύουν σε όλη την επικράτεια παριστάνοντας τους εισπράκτορες ώστε να μην εντοπιστούν τα αρχηγικά μέλη.
Μάλιστα, τα μέλη έκαναν καθημερινά κλήσεις από 40 τηλεφωνητές στα υποψήφια θύματά τους, ενώ η οργάνωση διέθετε τουλάχιστον 150 κινητά τηλέφωνα, τα οποία απενεργοποιούσαν και αγόραζαν νέα προκειμένου να μη γίνονται αντιληπτοί από τις Αρχές.
Όσον αφορά τη μέθοδο, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης χρησιμοποιούσαν διαφορετικό τρόπο δράσης, «διαβάζοντας» πρώτα την κίνηση της αγοράς, τις επιδοτήσεις, τα επιδόματα και άλλες κυβερνητικές εξαγγελίες.
Πολλές φορές έπαιρναν τηλέφωνο χρησιμοποιώντας ψεύτικα στοιχεία ταυτότητας ώστε να εξαπατούν τους πολίτες.
Ο τρόπος δράσης τους
Τα μέλη παρουσιάζονταν:
- ως υπάλληλοι δημοσίων και συνεργαζόμενων φορέων, οι οποίοι με το πρόσχημα της επιστροφής χρημάτων ή πληρωμής κρατήσεων τιμολογίων και εκμεταλλευόμενοι την άγνοια των θυμάτων για τραπεζικές συναλλαγές, καθοδηγούσαν λανθασμένα τα θύματα αποστέλλοντας τα χρηματικά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς μελών της οργάνωσης,
- ως λογιστές – φοροτεχνικοί, όπου με πρόφαση ότι είναι δικαιούχοι είτε κρατικής επιδότησης είτε επιστροφής χρημάτων, αποκτώντας πολλές φορές και πρόσβαση στον ίδιο τον τραπεζικό λογαριασμό των θυμάτων, μετέφεραν χρήματα σε τραπεζικούς λογαριασμούς της οργάνωσης ή πραγματοποιούσαν άμεσα αναλήψεις. Πολλές φορές για να γίνουν πειστικοί, στην συνομιλία συμμετείχε και έτερος δράστης που συστηνόταν ως προϊστάμενος ή ως εξειδικευμένος υπάλληλος που θα βοηθούσε στη διεκπεραίωση, κάμπτοντας τις υποψίες των θυμάτων,
- ως λογιστές και βοηθοί λογιστών όπου σε περίπτωση που διαπίστωναν ότι καλούν σε ηλικιωμένους ή άτομα που δεν έχουν καλή γνώση ηλεκτρονικών υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων, επικαλούμενοι διάφορα προσχήματα, όπως τη δήλωση στην εφορία ή την ασφάλιση μετρητών και τιμαλφών, έπειθαν τα θύματα να παραδώσουν σε συνεργούς τους χρήματα και τιμαλφή,
- σε περίπτωση που δεν γίνονταν πειστικοί ως λογιστές, ξανακαλούσαν τα θύματα ως δήθεν αστυνομικοί, ζητώντας από τα θύματα να πετάξουν τιμαλφή και χρήματα από το μπαλκόνι προκειμένου να «συλλάβουν» επ’ αυτοφώρω τους επίδοξους απατεώνες,
- ως δήθεν πωλητές οχημάτων και μηχανημάτων έργου, αναρτώντας αγγελίες σε δημοφιλείς διαδικτυακές πλατφόρμες, με ιδιαίτερα δελεαστικές τιμές, μέσω των οποίων προσελκύονταν ανυποψίαστοι υποψήφιοι αγοραστές. Τα μέλη της οργάνωσης, προσποιούμενα τους ιδιοκτήτες ή εκπροσώπους νόμιμων επιχειρήσεων, απαιτούσαν καταβολή χρηματικής «προκαταβολής» για τη δήθεν «δέσμευση» του οχήματος, επικαλούμενα αυξημένο ενδιαφέρον από τρίτους, λάμβαναν τα ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς που έλεγχαν και στη συνέχεια είτε προφασίζονταν διάφορα προσκόμματα είτε διέκοπταν πλήρως την επικοινωνία, χωρίς ποτέ να πραγματοποιούν την αγοραπωλησία ή να επιστρέφουν τα καταβληθέντα χρήματα.
Προκειμένου να καλύψουν τα ίχνη τους, χρησιμοποιούσαν πολλά μέτρα αντιπαρακολούθησης όπως κωδικοποιημένες λέξεις, τεχνολογικά μέσα, κάλυψη χαρακτηριστικών τους κλπ.