Ο 20χρονος, Ανδρέας Αλικανιώτης, που καθόταν στο δεύτερο βαγόνι που εκτροχιάστηκε στα Τέμπη είπε πως μετά την έκρηξη ήταν στο αέρα.

«Βρισκόμουν στον αέρα και κοπανιόμουν με τα άλλα παιδιά και στο τέλος της σύγκρουσης βρέθηκα ποδοπατημένος». Ο επιβάτης της μοιραίας αμαξοστοιχίας που συγκρούστηκε τα Τέμπη, Ανδρέας Αλικανιώτης, μίλησε στον ΑΝΤ1. Πρόκειται για τον φοιτητή που έσωσε τους συνεπιβάτες του στο τρένο.

«Δεν έχω προλάβει να σκεφτώ καθόλου, είμαι λίγο καλύτερα, αλλά δεν έχει καταλαγιάσει», απάντησε εισαγωγικά σε σχετική ερώτηση και περιέγραψε πως όταν πέφτει να κοιμηθεί «του έρχονται όλα, αλλά περισσότερο η σκηνή του μπαμ». Για τα τραύματά του, σημείωσε πως, έχει καψίματα και μικροεκδορές.

Ο Ανδρέας Αλικανιώτης βγήκε από το τρένο στα Τέμπη σπάζοντας το τζάμι, αφού όπως είπε, από τη μεριά της πόρτας ήταν η φωτιά. «Πήδηξα από το μεγάλο ύψος και ήταν επικίνδυνο», ανάφερε σχετικά και ερωτηθείς για το πότε συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί είπε πως, «όταν βγήκα κατάλαβα πόσο μεγάλο ήταν το κακό. Με το που βγήκα, το πρώτο που είδα, ήταν άτομα στο χωράφι, όταν είδα το βαγόνι, είδα την καταστροφή. Υπήρχε φόβος και πανικός, από πολλά άτομα εκεί πέρα».

«Εγώ βοήθησα επειδή αυτό λέει η συνείδησή μου»

«Οι επόμενες κινήσεις μου ήταν να βοηθήσω άτομα που ήταν κάτω, να τους κρατήσω λίγο συντροφιά μέχρι να έρθουν οι διασώστες. Θυμάμαι και 3-4 ονόματα από άτομα που ήταν αναίσθητα». Όσο για το ότι ο ίδιος κι άλλοι νεαροί που βοήθησαν τους συνεπιβάτες τους χαρακτηρίστηκαν «ήρωες», είπε πως, «εγώ βοήθησα επειδή αυτό λέει η συνείδησή μου».

Τέλος, απάντησε σε σχετικό ερώτημα πως δεν θα έπαιρνε ξανά τρένο, όχι επειδή φοβάται, αλλά «γιατί δεν θέλει να δώσει τα λεφτά του σε αυτούς».

Μιλώντας επίσης στην εκπομπή «Στούντιο με Θέα», ο πατέρας του Ανδρέα, Διονύσης Αλικανιώτης, δήλωσε «περήφανος για τον Ανδρέα». Όμως «έσπασε» μιλώντας για τα παιδιά που χάθηκαν, λέγοντας ότι, «πονάω για όλα τα παιδιά που χάθηκαν άδικα και για τους γονείς που δεν βρίσκουν τα παιδιά τους να τα κηδέψουν». Περιγράφοντας πώς έμαθαν για το δυστύχημα, είπε πως, «τον παίρναμε 23:30 γιατί ξέραμε ότι θα έχει φτάσει και μετά από 20 λεπτά χτυπάει το κινητό της μητέρας του από τον κολλητό του και είπε πως ’είμαι καλά, δεν ξέρω πότε θα ξαναφτάσουμε’». «Μιλήσαμε 12 παρά και μετά ξανά στις 2:30 ώρα, φανταστείτε τι περάσαμε αυτές τις ώρες», κατέληξε.