Προφυλακιστέοι κρίθηκαν 5 από τους συνολικά 24 κατηγορούμενους που απολογήθηκαν την Τρίτη για τις τηλεφωνικές απάτες. Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους. Στο πλαίσιο της έρευνας, καταδείχθηκε η μεθοδολογία (modus operandi) που χρησιμοποιούσαν τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης.
Σύμφωνα με την Αστυνομία, η εγκληματική οργάνωση είχε το αρχηγείο-τηλεφωνικό κέντρο, στο Ζευγολατιό Κορινθίας, που λόγω της γεωγραφικής του θέσης προσφερόταν για τη διαφυγή των δραστών, καθώς και την απόκρυψη των αφαιρεθέντων χρηματικών ποσών ή τιμαλφών.
Το τηλεφωνικό κέντρο αποτελούνταν από έναν τουλάχιστον βοηθό διευθύνοντος κι έναν μικρό αριθμό έμπιστων μελών, οι οποίοι μιλούσαν άπταιστα την ελληνική γλώσσα, κατείχαν τεχνική κατάρτιση στη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών και άριστη γνώση λειτουργίας της ηλεκτρονικής τραπεζικής.
Τα τηλεφωνικά κέντρα βρίσκονταν κατά κανόνα στο Ζευγολατιό αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου (Βραχάτι, Εξαμίλια Άσσος, κλπ). Ακόμα, είχαν συστήσει επιχειρησιακά κέντρα σε Αγία Βαρβάρα, Αχαρνές, Φυλή, Άνω Λιόσια και Ζεφύρι, προκειμένου να μην εντοπίζονται τα αρχηγικά μέλη αλλά και για να μη συσχετιστούν τα επιχειρησιακά κέντρα με το «Αρχηγείο-τηλεφωνικό κέντρο».
Εκμεταλλευόμενοι τις φιλικές και συγγενικές σχέσεις με άτομα στην επαρχία, τους ανέθεταν έναντι αμοιβής να μεταβαίνουν σε όλη την επικράτεια, δρώντας ως εισπράκτορες για λογαριασμό της οργάνωσης, γεγονός που οδηγούσε στον μη εντοπισμό των αρχηγικών μελών.
Χαρακτηριστικό της δράσης της εγκληματικής οργάνωσης ήταν το εύρος, η οργανωτικότητα και η προσαρμοστικότητα που είχαν αναπτύξει, έχοντας αποκτήσει εξειδίκευση σε τεχνικά θέματα και άλλες λεπτομέρειες που χρησιμοποιούσαν για να εξαπατήσουν τα θύματά τους.
Ενδεικτικό είναι ότι καθημερινά πραγματοποιούνταν κλήσεις από 40 τηλεφωνητές προς εξαπάτηση των υποψήφιων θυμάτων, ενώ η οργάνωση διέθετε τουλάχιστον 150 επιχειρησιακά κινητά τηλέφωνα (για τηλεφωνικές κλήσεις, μεταφορές χρημάτων, επικοινωνία μεταξύ τους κατά τη διάρκεια των παράνομων πράξεων), τα οποία απενεργοποιούσαν και προέβαιναν στην αγορά νέων, προκειμένου να μη γίνονται αντιληπτοί από τις Αρχές.
Ως προς τη μεθοδολογία, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης χρησιμοποιούσαν διαφορετικό τρόπο δράσης, λαμβάνοντας υπόψη κάθε φορά την κίνηση της αγοράς και τις εξελίξεις όσον αφορά επιδοτήσεις, επιδόματα και κυβερνητικές εξαγγελίες.
Οι ρόλοι
Τα μέλη της σπείρας πραγματοποιούσαν τηλεφωνικές κλήσεις με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, αλλά και κάνοντας χρήση ψεύτικων στοιχείων ταυτότητας με σκοπό την εξαπάτηση των πολιτών, ενώ παρουσιάζονταν:
Ως υπάλληλοι δημοσίων και συνεργαζόμενων φορέων, οι οποίοι με το πρόσχημα της επιστροφής χρημάτων ή πληρωμής κρατήσεων τιμολογίων και εκμεταλλευόμενοι την άγνοια των θυμάτων για τραπεζικής φύσεως συναλλαγές, καθοδηγούσαν τα θύματα έτσι ώστε αυτά να αποστέλλουν χρηματικά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς μελών της οργάνωσης.
Ως λογιστές-φοροτεχνικοί, όπου με πρόφαση ότι είναι δικαιούχοι είτε κρατικής επιδότησης είτε επιστροφής χρημάτων, αποκτούσαν πολλές φορές πρόσβαση στον ίδιο τον τραπεζικό λογαριασμό των θυμάτων και μετέφεραν χρήματα σε τραπεζικούς λογαριασμούς της οργάνωσης ή πραγματοποιούσαν άμεσα αναλήψεις. Πολλές φορές, για να γίνουν πειστικοί, στην συνομιλία συμμετείχε και έτερος δράστης που συστηνόταν ως προϊστάμενος ή ως εξειδικευμένος υπάλληλος που θα βοηθούσε στη διεκπεραίωση, κάμπτοντας τις υποψίες των θυμάτων.
Ως λογιστές και βοηθοί λογιστών, όπου σε περίπτωση που διαπίστωναν ότι καλούν σε ηλικιωμένους ή άτομα που δεν έχουν καλή γνώση ηλεκτρονικών υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων, επικαλούμενοι διάφορα προσχήματα, όπως τη δήλωση στην εφορία ή την ασφάλιση μετρητών και τιμαλφών, έπειθαν τα θύματα να παραδώσουν σε συνεργούς τους χρήματα και τιμαλφή. Σε περίπτωση που δεν γίνονταν πειστικοί ως λογιστές, ξανακαλούσαν τα θύματα ως δήθεν αστυνομικοί, ζητώντας από τα θύματα να πετάξουν τιμαλφή και χρήματα από το μπαλκόνι προκειμένου να «συλλάβουν» επ’ αυτοφώρω τους επίδοξους απατεώνες.
Ως δήθεν πωλητές οχημάτων και μηχανημάτων έργου, αναρτώντας αγγελίες σε δημοφιλείς διαδικτυακές πλατφόρμες, με ιδιαίτερα δελεαστικές τιμές, μέσω των οποίων προσελκύονταν ανυποψίαστοι υποψήφιοι αγοραστές. Τα μέλη της οργάνωσης, προσποιούμενα τους ιδιοκτήτες ή εκπροσώπους νόμιμων επιχειρήσεων, απαιτούσαν καταβολή χρηματικής «προκαταβολής» για τη δήθεν «δέσμευση» του οχήματος, επικαλούμενα αυξημένο ενδιαφέρον από τρίτους. Λάμβαναν τα ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς που έλεγχαν και στη συνέχεια, προφασίζονταν διάφορες δικαιολογίες ή διέκοπταν πλήρως την επικοινωνία, χωρίς ποτέ να πραγματοποιούν την αγοραπωλησία ή να επιστρέφουν τα καταβληθέντα χρήματα.
«Η πρώην αθλήτρια αρνείται οποιαδήποτε σχέση με την υπόθεση» είπε ο δικηγόρος της
«Η πελάτισσά μου αρνείται οποιαδήποτε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση», αναφέρει ο Όθων Δημοσθένους, δικηγόρος της 37χρονης γνωστής πρώην αθλήτριας, η οποία φέρεται πως εμπλέκεται στο κύκλωμα που τα μέλη της υποδύονταν είτε τους υπαλλήλους του ΔΕΔΔΗΕ, είτε λογιστές, είτε υπαλλήλους του Δήμου και ξάφριζαν ανυποψίαστους πολίτες.
Ο δικηγόρος της αθλήτριας μιλώντας τη Δευτέρα στην ΕΡΤ, ανέφερε μεταξύ άλλων: «Η πελάτισσά μου αρνείται οποιαδήποτε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση. Βρίσκεται σε πάρα πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Κρατείται από την Πέμπτη, είναι μακριά από το ανήλικο τέκνο της. Τα στοιχεία που έχουμε μέχρι τώρα επισκοπήσει στην ποινική δικογραφία, η οποία ξεπερνάει τις 20 – 25.000 σελίδες, δεν φαίνεται ότι έχει εμπλοκή στην υπόθεση αυτή. Κατά τα λοιπά, περιμένουμε να έρθει η ώρα της ανακρίσεως για να προβάλλουμε τους ισχυρισμούς μας».
Ο Όθων Δημοσθένους ερωτηθείς για το ότι σύμφωνα με τη δικογραφία και τις πληροφορίες, φαίνεται να υπάρχει και συγγενικό της πρόσωπο το οποίο εμπλέκεται εξήγησε:
«Υπάρχει μία τηλεφωνική συνομιλία, η οποία είναι καθημερινότητα στην οποία μπορεί να έχει οποιοσδήποτε με τα συγγενικά του πρόσωπα, αντιπροσωπεύει τα στοιχεία που μέχρι τώρα εμείς έχουμε στα χέρια μας, δεν επιβεβαιώνουν το κατηγορητήριο».
«Επίσης, να πω κάτι, αν μου επιτρέπετε επί της αρχής ακόμα μια τέτοιου είδους τηλεφωνική συνομιλία, αν δεν συνεπικουρείται και από άλλα στοιχεία, δεν συνεπάγεται ότι μια τέτοια συνομιλία είναι κατάφαση ποινικής συμπεριφοράς, να πάμε και στα υπόλοιπα στοιχεία της ποινικής δικογραφίας, να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα, όχι αποσπασματική, το οποίο μόνο το έμπειρο μάτι ενός ανθρώπου που ασχολείται με το ποινικό δίκαιο μπορεί να το καταλάβει», προσέθεσε ο δικηγόρος.