Στις 15 Δεκεμβρίου η χώρα προχώρησε σε μία νέα κίνηση πρόωρης αποπληρωμής χρέους, με στόχο την πλήρη εξόφληση των διμερών ακριβών δανειακών υποχρεώσεων προς τις χώρες της ευρωζώνης (πρώτο μνημόνιο) έως το 2031, μια δεκαετία πριν από την αρχική ημερομηνία λήξης το 2041.
Μετά από το «πράσινο φως» από τον ESM, αποπληρώθηκαν ευρωπαϊκά δάνεια του Greek Loan Facility (GLF), με κυμαινόμενο επιτόκιο που λήγουν μεταξύ 2033 και 2041, ύψους 5,287 δισ. ευρώ.
Η συγκεκριμένη κίνηση προστέθηκε στις προηγούμενες αποπληρωμές (οι οποίες συνολικά έχουν υπερβεί τα 15 δισ. ευρώ), συμβάλλοντας ουσιαστικά στη βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους και στη μείωση της έκθεσης σε κυμαινόμενο επιτόκιο. Ειδικότερα, τον Δεκέμβριο 2024 καταβλήθηκαν υποχρεώσεις ύψους 7,935 δισ. ευρώ, τον Δεκέμβριο 2023 αποπληρώθηκαν 5,29 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ τον Δεκέμβριο 2022 είχαν καταβληθεί 2,645 δισ. ευρώ.
Προγραμματίζεται μια νέα πρόωρη αποπληρωμή ύψους 8,8 δισεκατομμύρια ευρώ εντός του 2026, με στόχο να μειωθούν περαιτέρω αυτές οι ακριβές υποχρεώσεις του πρώτου μνημονίου.
Επιπλέον 7,9 δισεκατομμύρια ευρώ έχουν διατεθεί για την πρόωρη αποπληρωμή δανείων προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, οδηγώντας στη διαγραφή του αντίστοιχου χρέους. Συνολικά, η χώρα έχει αποπληρώσει πρόωρα δάνεια ύψους 29 δισ. ευρώ, εξοικονομώντας έως σήμερα περισσότερα από 3,5 δισ. ευρώ σε τόκους. Μόνο από την αποπληρωμή στις 15 Δεκεμβρίου, η ελάφρυνση από τους τόκους υπολογίζεται σε 1,6 δισ. ευρώ.
Έπειτα από τα διμερή δάνεια (GLF), σειρά παίρνουν οι ακριβές υποχρεώσεις προς τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), συνολικού ύψους 141,8 δισ. ευρώ, που λήγουν το 2070. Στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) εξετάζουν σενάρια για την περαιτέρω ελάφρυνση του προϋπολογισμού από το βάρος των δανείων από τα μνημόνια, καθώς από το 2034 θα προστεθούν οι οφειλές ύψους 61,9 δισ. ευρώ προς τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), οι οποίες θα πρέπει να αποπληρωθούν έως το 2060.
Λόγω του «μαξιλαριού» με τα ταμειακά διαθέσιμα, το οποίο υπολογίζεται σε περίπου 44,8 δισεκατομμύρια ευρώ, καθώς και των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων (3,8% του ΑΕΠ εφέτος), η χώρα μπορεί αφ’ ενός να καλύπτει τις δαπάνες για τους τόκους και αφ’ ετέρου να προχωρά σε παράλληλες προεξοφλήσεις, μειώνοντας έτσι το κόστος δανεισμού.
Σύμφωνα με τον ΟΔΔΗΧ, οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες το 2026 ανέρχονται σε 24,7 δισεκατομμύρια ευρώ. Το κράτος θα καταβάλει 8,9 δισεκατομμύρια ευρώ για χρεολύσια και 5,2 δισ. ευρώ για τόκους, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων ανταλλαγής επιτοκίων.
Αναμένονται έσοδα ύψους 4,2 δισεκατομμύρια ευρώ από άλλες πηγές, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Επιπλέον 618 εκατομμύρια ευρώ εκτιμάται ότι θα αντληθούν από συμμετοχές σε μετοχές και επενδυτικά κεφάλαια. Με αποτέλεσμα, να μην υπάρχει πίεση για εσπευσμένες εξόδους στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και οι κινήσεις του ΟΔΔΗΧ να είναι στοχευμένες στη διατήρηση της κανονικότητας στις εκδόσεις, στη σταθερή παρουσία στις αγορές και στη συνεχή βελτίωση της ρευστότητας στη δευτερογενή αγορά.