Η πολιτική σταθερότητα είναι μία αναγκαία αλλ’ όχι ικανή συνθήκη για την πρόοδο και την ευημερία μιας χώρας. Χωρίς πολιτική σταθερότητα είναι ανέφικτη η διαμόρφωση και η εφαρμογή ενός σχεδιασμού που να ορίζει τους επιθυμητούς βραχυπρόθεσμους και μεσοπρόθεσμους στόχους και, πρωτίστως, τα μέσα και τους τρόπους με τους οποίους θα υλοποιηθούν οι στόχοι αυτοί. Ας μην ξεχνάμε ότι στην πολιτική το «πως» είναι πιο δύσκολο από το «τι».

Σε μία ευρεία κοινωνία είναι απίθανη αν όχι αδύνατη η ομοφωνία ή η ευρύτερη πλειοψηφία για την επιδίωξη κοινών σκοπών και για την χρήση των μέσων με τα οποία θα επιτευχθεί η πραγμάτωση των (προσυμφωνηθέντων) κοινών σκοπών. Η τεχνητή συναίνεση μεταξύ πολιτικών κομμάτων, χωρίς να υπάρχει συμφωνία στους συγκεκριμένους στόχους και τα μέσα που θα εφαρμοσθούν, μοιάζει με μιαν ομάδα ανθρώπων που δεσμεύονται να κάνουν όλοι μαζί ένα ταξίδι, χωρίς ωστόσο να συμφωνήσουν από πριν που θέλουν να πάνε και με ποιο μεταφορικό μέσο. Το αποτέλεσμα θα είναι ότι θα κάνουν ένα ταξίδι που οι περισσότεροι δεν θα ήθελαν να κάνουν.

Στη σημερινή ελληνική πολιτική πραγματικότητα, το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής – το οποίο η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε με απροκάλυπτο καιροσκοπισμό, όταν πλέον δημοσκοπικά υπολειπόταν σταθερά της Νέας Δημοκρατίας, ενώ στις εκλογικές αναμετρήσεις του Ιανουαρίου 2015 και του Σεπτεμβρίου 2015 είχε επικρατήσει με σύστημα ενισχυμένης αναλογικής – αποκλείει το σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης στις εκλογές της 21ης Μαΐου 2023.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, μείζονος και ελάσσονος, προβάλλουν ένα θολό σχήμα «προοδευτικής» διακυβέρνησης, το οποίο όχι μόνο είναι μαθηματικά σχεδόν αδύνατο να προκύψει, αλλά και αν αυτό συνέβαινε, θα ήταν κυριολεκτικά παράλυτο. Χωρίς συμφωνημένο πρωθυπουργό, με τους αρχηγούς των προς συνεργασία κομμάτων να εκτοξεύουν, ο ένας κατά του άλλου, κατηγορίες για «τυμβωρυχία», για «διακινδύνευση της χώρας στα ζάρια», «μούφα αλλαγή», «καλύτερα να κοπεί το χέρι από τον ώμο παρά να δώσω ψήφο εμπιστοσύνης ή ανοχής», κ.λπ., με ανυπαρξία προγραμματικών συμφωνιών, μία τέτοια προοπτική είναι εφιαλτική. Ας υπενθυμίσουμε ότι ακόμη και στο κρίσιμο θέμα του εκσυγχρονισμού του βαθέως και αντιδραστικού κράτους, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ αντιτάχθηκαν στις όποιες εκσυγχρονιστικές νομοθετικές ρυθμίσεις έφερε την τελευταία τετραετία η Νέα Δημοκρατία.

Για παράδειγμα, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ κατεψήφισαν το Ν. 4622/2019 για σύσταση εθνικής αρχής διαφάνειας ως φορέα που συγκεντρώνει το σύνολο των αρμοδιοτήτων εσωτερικού ελέγχου και την εποπτεία των πειθαρχικών διαδικασιών, το Ν. 4765/2021 για τον εκσυγχρονισμό των προλήψεων στο Δημόσιο και την ενίσχυση του ΑΣΕΠ, το Ν. 4782/2021 για την επιτάχυνση στην υλοποίηση των δημοσίων συμβάσεων, το Ν. 4795/2021 για ολοκληρωμένο ρυθμιστικό πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου των φορέων του Δημοσίου και τη θέσπιση του συμβούλου ακεραιότητας, το Ν. 4807/2021 για την ηλεκτρονική πλατφόρμα πειθαρχικών διαδικασιών στο Δημόσιο (το ΠΑΣΟΚ ψήφισε υπέρ), το Ν. 4915/2022 για την καταπολέμηση της διαφθοράς στο Δημόσιο και σε επιτελικά στελέχη, το Ν. 4920/2022 για σύστημα στοχοθεσίας, αξιολόγησης και ανταμοιβής δημοσίων υπαλλήλων, το Ν. 5003/2023 για θέσπιση πλαισίου διαχείρισης κινδύνων κατά την παροχή δημοσίων υπηρεσιών κ.ά. Παρ’ όλα αυτά, χύνουν κροκοδείλια δάκρυα και εγκαλούν με περισσή υποκρισία την κυβέρνηση Μητσοτάκη ότι δεν θεράπευσε όλες τις παθογένειες του ελληνικού κράτους.

Ασφαλώς είναι ουτοπικό να πιστεύει κανείς ότι μία επόμενη αυτοδύναμη κυβέρνηση θα λάβει άριστες αποφάσεις επί παντός θέματος και έτσι η χώρα μας θα μεταβληθεί σε επίγειο παράδεισο. Οι πολιτικές αποφάσεις οποιασδήποτε κυβέρνησης προκύπτουν ως προϊόν επενεργειών και πιέσεων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών, που έχουν ισχύ σχεδόν ίση με αυτή των φυσικών νόμων.

Είναι όμως βέβαιο ότι οι παραπάνω δυσμενείς πιέσεις αυξάνονται όταν στην εξουσία βρίσκεται μία όχι αυτοδύναμη κυβέρνηση. Στην περίπτωση αυτή πολλαπλασιάζονται οι πιέσεις από τις διάφορες συντεχνιακές ομάδες, μεγαλώνουν οι τριβές μεταξύ των μελών της κυβέρνησης, επιμηκύνονται τα διαστήματα αδράνειας και αναβολής λήψεων αποφάσεων, καρκινοβατούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, κυριαρχούν οι μικροκομματικοί υπολογισμοί, ο περιορισμένος χρονικός ορίζοντας και η τόσο βλαπτική για την οικονομική ανάπτυξη αβεβαιότητα.

Τα δεινά της πολυαρχίας είχε εντοπίσει εδώ και 28 αιώνες περίπου ο Όμηρος, ο οποίος είχε διατυπώσει την σοφή πρόταση: «Οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη, εἷς κοίρανος ἔστω, εἷς βασιλεύς» (Ιλιάδα Β΄, 204). Τα δεινά αυτά η σοφία του λαού μας περιγράφει με την παροιμία: «Όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει!!». Και από πολιτικά κοκόρια γύρω μας … πληθώρα! Η βραδύτητα, πάντως, στη λήψη αποφάσεων, η ακινησία και οι στείρες πολιτικές αντιδικίες συνιστούν ό,τι χειρότερο για την πορεία μιας χώρας.

Και αν παλαιότερα ένα θέμα μπορούσε να παραμένει άλυτο για δέκα χρόνια, στην εποχή μας προκύπτουν ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίζονται σε δέκα μήνες, σε δέκα εβδομάδες, σε δέκα ημέρες ή και ακόμη πιο σύντομα. Μόνο μια αποφασιστική, ομοιογενής, αυτοδύναμη κυβέρνηση μπορεί να κινηθεί με την αναγκαία προσήλωση και ταχύτητα. Μόνο μία τέτοια κυβέρνηση μπορεί να οδηγήσει την χώρα στο δρόμο πραγματικής και όχι ψευδεπίγραφης προόδου.

*Ο Κώστας Χριστίδης είναι νομικός – οικονομολόγος