Η κατάκτηση της αυτοδυναμίας και ο σχηματισμός σταθερής και βιώσιμης Κυβέρνησης για την επόμενη τετραετία συνιστά το μεγάλο στοίχημα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία. 

Οι πανηγυρισμοί για τη μεγάλη εκλογική νίκη την περασμένη Κυριακή και την ιστορική διαφορά των είκοσι μονάδων από το ΣΥΡΙΖΑ έχουν καταλαγιάσει και οι πάντες στρέφουν πλέον το βλέμμα στην 25η Ιουνίου. 

Παρά το σαφές προβάδισμα, η επόμενη εκλογική αναμέτρηση έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά και μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας καθώς εκεί θα κριθούν τα πάντα, όσον αφορά στο χαρακτήρα της επόμενης Κυβέρνησης. Στο εσωτερικό της κυβερνητικής παράταξης ξορκίζουν τη χαλαρή ψήφο που μπορεί να οδηγήσει σε αποσυσπείρωση και προετοιμάζονται πυρετωδώς για τη μεγάλη και κρίσιμη μάχη. 

Όπλο στη διαμόρφωση του κατάλληλου κλίματος για την επίτευξη του στόχου είναι η προβολή των σκληρών διλημμάτων από τον Πρωθυπουργό, σχετικά με τη σπουδαιότητα να έχει η Νέα Δημοκρατία ισχυρή λαϊκή εντολή το βράδυ των δεύτερων εκλογών και να οδηγήσει σταθερά το τιμόνι της χώρας για την περίοδο 2023-2027. 

Ο κ. Μητσοτάκης δείχνει αποφασισμένος να πάρει πάνω του το παιχνίδι και να οδηγήσει το άρμα μέχρι το τέλος, απευθύνοντας ένα νέο κάλεσμα στους πολίτες να συνταχθούν με μία προσπάθεια που έχει εθνικά χαρακτηριστικά. Το προσκλητήριο της αυτοδυναμίας δεν αφορά μόνο τους ψηφοφόρους που ανήκουν στη δεξαμενή του 40% της πρώτης Κυριακής, αλλά και εκείνους που είτε επέλεξαν να απέχουν από τη διαδικασία, είτε έκαναν άλλες επιλογές. Την ίδια ώρα, ο ανταγωνισμός στον ευρύτερο χώρο της Δεξιάς αναμένεται να αυξηθεί. 

Δεν είναι μόνο το κόμμα του κ. Βελόπουλου ή η πρωτοεμφανιζόμενη Νίκη που κέρδισαν τις εντυπώσεις στις 21 Μαΐου, αλλά τώρα φαίνεται ότι και άλλοι σχηματισμοί που είχαν κοπεί από τον Άρειο Πάγο κάνουν δυναμική επανεμφάνιση. 

Από τη στιγμή που η Νέα Δημοκρατία διεκδικεί και την τελευταία ψήφο, έχει υποχρέωση να εντάξει στο σχεδιασμό της την αποτροπή διαρροών προς εκείνους του συνδυασμούς που για ένα κομμάτι των οπαδών της φαντάζουν ελκυστικοί. Ο φραγμός στην αποσυσπείρωση συνιστά επιτακτική ανάγκη για τον Πρωθυπουργό και τους συνεργάτες, οι οποίοι δεν πρέπει να αμελήσουν τα παραπάνω δεδομένα.