Όταν στις αρχές του 2001 ο James Adams, συνιδρυτής της εταιρίας κυβερνοασφάλειας Defense προειδοποιούσε από τις σελίδες της επιθεώρησης «Foreign Affairs» ότι ο κυβερνοχώρος ήταν «ένα νέο διεθνές πεδίο μάχης», όπου οι μελλοντικές στρατιωτικές εκστρατείες θα κερδηθούν ή θα χαθούν, κάποιοι έκαναν λόγο για υπερβολές. 

Λίγους μήνες αργότερα η μεγάλη πετρελαϊκή εταιρία της Σαουδικής Αραβίας Aramco δεχόταν σφοδρότατη κυβερνοεπίθεση, κόστους 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Σαφώς δε, η επίθεση αυτή, αφύπνιζε πολλούς ειδικούς σε θέματα εθνικής άμυνας, που αναγνώριζαν ότι το φαινόμενο της οπλοποίησης του κώδικα ήταν πλέον ορατό και σε μεγάλο βαθμό καταστροφικό. Έτσι, τα χρόνια που ακολούθησαν την κατά της Aramco κυβερνοεπίθεση, αξιωματούχοι άμυνας των ΗΠΑ προειδοποιούσαν για ένα "cyber-Pearl Harbor", σύμφωνα με τα λόγια του τότε υπουργού Άμυνας Leon Panetta, και ένα "cyber 9/11", σύμφωνα με την τότε υπουργό Εσωτερικής Ασφάλειας Janet Napolitano. 

Το 2015, ο James Clapper, τότε διευθυντής της εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών, δήλωσε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να προετοιμαστούν για έναν «κυβερνο Αρμαγεδδώνα», αλλά αναγνώρισε ότι δεν ήταν το πιο πιθανό σενάριο. Σε απάντηση στην απειλή, αξιωματούχοι υποστήριξαν ότι ο κυβερνοχώρος πρέπει να γίνει κατανοητός ως "τομέας" συγκρούσεων, με "βασικό έδαφος" που οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να πάρουν ή να υπερασπιστούν.

Τα 20 χρόνια από την προειδοποίηση του Adams αποκάλυψαν ότι οι απειλές στον κυβερνοχώρο και οι κυβερνοεπιθέσεις είναι εξαιρετικά επικίνδυνες, καλύπτουν δε και τομείς που δεν είχαν γίνει αντικείμενα καταγραφής στο ξεκίνημα. 

Για παράδειγμα, η κατασκοπία και η κλοπή τον κυβερνοχώρο κυριαρχούν. Οι επιχειρήσεις προπαγάνδας, αποπληροφόρησης και χυδαιοποίησης των πάντων έχουν απειλήσει εκλογές, υποκινούν κοινωνικά κινήματα και εξαπατούν εκατομμύρια ανθρώπους κάθε μέρα. Ακόμα, οι κυβερνοεπιθέσεις σε επιχειρήσεις, τράπεζες και οργανισμούς κοστίζουν δισεκατομμύρια δολάρια στην παγκόσμια οικονομία.

Πέρα, λοιπόν, από όπλο ολικών καταστροφών, οι κυβερνοεπιθέσεις ενέχουν και έναν πολύ σοβαρό ύπουλο ρόλο πολιτικής και κοινωνικής αποσταθεροποίησης.Κλονίζουν ετσι, την εμπιστοσύνη που οι άνθρωποι έχουν στις αγορές, τις κυβερνήσεις, τους θεσμούς και το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα.

Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώντας ότι η εμπιστοσύνη είναι μέρος του κοινωνικού κεφαλαίου, οι εχθροί των δημοκρατικών κοινωνιών γνωρίζουν ότι όσο πιο πολύ κλονίζουν την εμπιστοσύνη σε θεσμούς και αρχές, τόσο πιο εύκολη γίνεται η είσοδος του παραλογισμού στην κοινωνική διαδικασία και άρα διευκολύνονται αντιδημοκρακτικές λύσεις, μέσω της ενίσχυσης φασιστικού τύπου κινημάτων φαιοκόκκινες κοπής.

«Η εμπιστοσύνη, που ορίζεται ως «η σταθερή πίστη στην αξιοπιστία, την αλήθεια, την ικανότητα ή τη δύναμη κάποιου ή κάτι τέτοιο», διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στις οικονομίες, τις κοινωνίες και το διεθνές σύστημα. Επιτρέπει σε άτομα, οργανισμούς και κράτη να αναθέτουν καθήκοντα ή ευθύνες, απελευθερώνοντας έτσι χρόνο και πόρους για να επιτύχουν άλλες θέσεις εργασίας ή να συνεργαστούν αντί να ενεργούν μόνοι τους. 

Είναι η συγκολλητική ουσία που επιτρέπει την επιβίωση σύνθετων σχέσεων - επιτρέποντας στις αγορές να γίνουν πιο περίπλοκες, η διακυβέρνηση να επεκταθεί σε έναν ευρύτερο πληθυσμό ή ένα σύνολο θεμάτων.

Η εμπιστοσύνη είναι επίσης αυτή που προωθεί αποτελεσματικές σχέσεις συνεργασίας στους χώρους του επιχειρείν και των εμπορικών συναλλαγών, με άμεσο αποτέλεσμα να γίνεται δυνατός ο συντονισμός δράσεων σε μεγάλους, ζωτικούς τομείς. Γεγονός που με τη σειρά του επιτρέπει τα οφέλη πιο σύνθετων, διαφοροποιημένων και διαφορετικών κοινωνιών», εξηγεί κορυφαίος σύμβουλος του Αμερικανού Προέδρου, Τζο Μπαιντεν.

Τέλος, κατά την καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης Ζακλίν Σνάϊντερ, η εμπιστοσύνη βρίσκεται στο επίκεντρο του τρόπου με τον οποίο τα κράτη παράγουν εθνική εξουσία και, τελικά, του τρόπου με τον οποίο αλληλεπιδρούν στο διεθνές σύστημα. 

Επιτρέπει στους πολιτικούς αρχηγούς κρατών να αναθέτουν τη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων σε στρατιωτικούς ηγέτες και επιτρέπει σε αυτούς τους στρατιωτικούς ηγέτες να εκτελούν αποκεντρωμένο έλεγχο στρατιωτικών επιχειρήσεων και τακτικών χαμηλότερου επιπέδου. 

Τα κράτη που χαρακτηρίζονται από πολιτικοστρατιωτική δυσπιστία είναι λιγότερο πιθανό να κερδίσουν πολέμους, εν μέρει λόγω του τρόπου με τον οποίο η εμπιστοσύνη επηρεάζει την προθυμία ενός καθεστώτος να μεταφέρει ευθύνες από τα πάνω προς τα κάτω. 

Για παράδειγμα, καθεστώτα όπως αυτό του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, παρά τον καλά εξοπλισμένο στρατό τους, κατέρρευσαν γιατί μεταξύ των ιεραρχιών επικρατούσαν διαφθορά και έλλειψη εμπιστοσύνης.

Στο μέτρο λοιπόν, που στη σημερινή γεωπολιτική συγκυρία, ο κόσμος θα εξαρτάται όλο και περισσότερο από την διάβρωση της εμπιστοσύνης, εγκληματικές συμμορίες, δίκτυα απατεώνων, αλλά και φορείς φαιοκόκκινων αντιδημοκρατικών αρχών, θα κάνουν ό,τι μπορούν για να αποσταθεροποιούν δημοκρατικές κοινωνίες, αλλά και γεωπολιτικές οντότητες, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το θέμα των κυβερνοεπιθέσεων είναι έτσι εξόχως σοβαρό στην εποχή μας και απαιτεί εγρήγορση γιατί είναι μέρος των αποκαλούμενων «ασύμμετρων απειλών». 

Απειλές εξάλλου που στον δημοκρατικό κόσμο είναι πολύ πιο έντονες και λόγω της πληθώρας στα μέσα μαζικής επικοινωνίας «προθύμων» δημοσιογράφων και άλλων τινών, να συνδράμουν έστω και άθελα τους επιχειρήσεις προπαγάνδας και ψευδολογίας ντυμένης με σοβαροφάνεια.