«...οι μαχητές δεν μπορούν και δεν πρέπει να ελεεινολογούν τη μοίρα τους επειδή πάλεψαν όχι γιατί τους εξανάγκασε κανείς, αλλά γιατί το θέλησαν οι ίδιοι συνειδητά».

Αυτή η φράση του Αντόνιο Γκράμσι, φαίνεται να αποδίδει απόλυτα το πνεύμα και τη στάση ζωής της μαχήτριας Φώφης Γεννηματά. Όμως, είναι αλήθεια έτσι; Πόσα από όσα πάλεψε η Φώφη στην σύντομη αλλά συνάμα φωτεινή ζωή της, τα διάλεξε η ίδια συνειδητά;

Πόσο συνειδητά διάλεξε να γεννηθεί Γεννηματά, φέροντας ένα όνομα θρύλο για την παράταξη αλλά και ολόκληρη τη χώρα;

Πόσο συνειδητά διάλεξε να χάσει και τους δυο γονείς της μέσα σε ένα χρόνο, έχοντας ζήσει το δράμα του καρκίνου για μια τουλάχιστον δεκαετία μέσα στο σπίτι της;

Πόσο συνειδητά διάλεξε να ακολουθήσει μια πολιτική διαδρομή υπό το βάρος της συνεχούς σύγκρισης και αναφοράς στον πατέρα της; Πόσο συνειδητά διάλεξε να πρέπει να παλέψει σε κάθε βήμα, από πρωτοετής ΠΑΣΠίτισσα μέχρι Πρόεδρος κόμματος, με το απαξιωτικό βλέμμα και την αντιμετώπιση που πολλοί επιφυλάσσουν στις γυναίκες και στους γόνους πολιτικών;

Πόσο συνειδητά διάλεξε, τέλος, να αρρωστήσει η ίδια, να νιώθει την αρρώστια να τρώει το κορμί της για πάνω από δέκα χρόνια, να βλέπει τη ζωή της να μικραίνει, σε μια προδιαγεγραμμένη, επώδυνη και επίπονη πορεία προς το αναπόφευκτο τέλος;

Τίποτα από αυτά δε διάλεξε η Φώφη Γεννηματά; Αυτό, όμως, που διάλεξε ήταν να παλέψει! Κυρίως όμως ο τρόπος που διάλεξε να τα παλέψει! Κι αυτό την έκανε ξεχωριστή!

Το ΠΑΣΟΚ χάνει για δεύτερη φορά εν ενεργεία ηγέτη του –περίεργη μοίρα για ένα κόμμα 45 ετών. Όμως τίποτα δεν είναι ίδιο στις δυο περιπτώσεις. Στην περίπτωση του Ανδρέα, η ασθένεια του ήταν το κυρίαρχο στοιχείο που διαμόρφωσε την πολιτική πραγματικότητα για 8 χρόνια, με στοιχεία παρακμής και σήψης γύρω από έναν ηγέτη που σταδιακά επιδεινωνόταν η υγεία του. Η Φώφη δεν επέτρεψε ποτέ στην αρρώστια της να αποτελέσει στοιχείο της πολιτικής πραγματικότητας ούτε καν σε επίπεδο μικροπολιτικού σχολιασμού.

Το να σταθεί μια γυναίκα, κόρη εξέχοντος πολιτικού, σε ένα ανταγωνιστικό αντρικό χώρο και να καταφέρει να ηγηθεί στο κόμμα της, είναι από μόνο του αξιοθαύμαστο. Το να το πετύχει παλεύοντας ταυτόχρονα μια άνιση μάχη για τη ζωή, είναι κάτι μοναδικό. Το ότι όλα αυτά έγιναν με μοναδική σοβαρότητα, αξιοπρέπεια και ένα συνεχές, ζεστό, ανθρώπινο, ειλικρινές χαμόγελο, αυτό είναι που έκανε όλη την Ελλάδα να σκύψει με σεβασμό στο φέρετρό της.

Με τη Γεννηματά, Πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ, κανείς μπορεί να είχε πάμπολλες διαφωνίες. Για τη στρατηγική της, την τακτική της, τις επιλογές της, τον τρόπο που διηύθυνε το κόμμα. Με την ίδια τη Φώφη όμως, ως άνθρωπο, δύσκολα κανείς μπορούσε να είναι αντίπαλος. Γιατί ποτέ δεν έπαψε η ίδια να είναι ανθρώπινη, άμεση, προσιτή και φιλική.

Δεν είμαστε λίγοι αυτοί που, ο ξαφνικός χαμός της και η αποκάλυψη της πραγματικής κατάστασης της υγείας της το τελευταίο διάστημα, μας κάνει να νιώθουμε ντροπή. Ντροπή, γιατί τις στιγμές που η ίδια περνούσε τον τεράστιο Γολγοθά της, ασκούσαμε έντονη κριτική στις επιλογές της ή σε κάποιες πολιτικές συμπεριφορές της. Από την άλλη σκέφτομαι πως αυτό ακριβώς ήταν που ήθελε να αποφύγει. Να μην την κρίνουμε ως άρρωστη, αδύναμη, γονατισμένη, αλλά ως μια γυναίκα δυνατή, ισχυρή, ικανή να αντιμετωπίσει κριτική και επιθέσεις.

Η Φώφη έδειξε και δίδαξε το δρόμο της αξιοπρέπειας, του ήθους, της καθαρότητας, της ευγένειας. Της υπεράνθρωπης αφοσίωσης στην παράταξη. Η πολιτική της παρακαταθήκη της μπορεί να μην είναι ένα μεγάλο έργο, μια κοσμογονική μεταρρύθμιση. Είναι παρακαταθήκη ήθους, μαχητικότητας, αξιοπρέπειας, σεβασμού και αυτοσεβασμού. Η Φώφη με τη ζωή της αλλά και το θάνατο της δίδαξε, επέβαλε σχεδόν, πολιτικό πολιτισμό.

Την ευχαριστούμε ως πολιτικό. Την αποχαιρετούμε με πόνο ως συντρόφισσα και φίλη.

Δημοσιεύτηκε στο «Καρφί» στις 30-10-2021