Δικαιώθηκε στο δικαστήριο ο δημοσιογράφος Γιώργος Παπαχρήστος που προσέφυγε για συκοφαντική-υβριστική ανάρτηση σε βάρος του από τον βουλευτή Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ Παύλο Πολάκη.

Ο πρώην αν.υπουργός Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ καλείται να του καταβάλει 12.000 ευρώ και να απαναρτήσει τα επίμαχα σχόλια.

 

Λεπτομέρειες γράφει ο Γ. Παπαχρήστος στη στήλη του στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ: 

 

«Υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας» είχε διαβεβαιώσει προ ημερών ο «Λεγάμενος» και αν επαναφέρω σήμερα τη βαρύνουσας σημασίας παραδοχή του, είναι για να… συμφωνήσω μαζί του! Υπάρχουν! Και κρίνουν με βάση τους νόμους. Αντικειμενικά και ανεπηρέαστοι από το ποιοι είναι οι διάδικοι, ποιες ιδιότητες έχουν και αν «υπόσχονται» ότι την άλλη φορά «θα είναι αλλιώς» ή εκτοξεύουν έμμεσες, πλην σαφείς, απειλές για ρεβανσιστικές διώξεις. Υπάρχουν δικαστές οι οποίοι δεν πτοούνται από ψευτονταήδες πολιτικούς, που χρησιμοποιούν την ύβριν, τη συκοφαντία, το ψέμα, τη διαβολή, τη λάσπη για να σπιλώσουν τον Τύπο και να απαξιώσουν επαγγελματικά, κοινωνικά, πολιτικά ανθρώπους που τον υπηρετούν με συνέπεια επί δεκαετίες.

Ένας τέτοιος πολιτικός είναι ο «πολλά βαρύς και όχι» Πολάκης, το άλλο πρόσωπο του «Λεγάμενου», ο οποίος με την ανοχή, την επίνευση και τη στήριξή του λειτουργεί ως ο εκφραστής του στο διαχρονικό μένος που τρέφει κατά του Τύπου και των ανθρώπων του. Και ειδικότερα όσων του ασκούν κριτική, την οποία δεν αντέχει. Γι’ αυτούς τους λόγους ένα στοχοποιημένο, πολλαπλώς και με διάφορους τρόπους, θύμα του είναι ο υπογράφων. Που έχω υποστεί άθλιες, συκοφαντικές επιθέσεις από τα φερέφωνά του, όπως ο Πολάκης.

Μέχρι που έφτασα στο μη περαιτέρω – άνθρωπος είμαι κι εγώ, πόσο να αντέξω πια; – και προσέφυγα στη Δικαιοσύνη.

Τον Οκτώβριο του 2020, λοιπόν, με ένα κρεσέντο ύβρεων, χυδαίων χαρακτηρισμών και άθλιων επιθετικών προσδιορισμών, ο άνθρωπος αυτός, που σηματοδοτεί με την παρουσία του στο κοινοβούλιο μία από τις χειρότερες περιόδους του, ξεπέρασε κάθε όριο. Τόσο δε, που δεν είχα άλλη επιλογή, παρά να προσφύγω στη Δικαιοσύνη, παρότι απέφευγα συστηματικά όλα τα προηγούμενα χρόνια να μεταφέρω στα δικαστήρια μια αντιδικία μου με έναν πολιτικό.

Με ανάρτησή του στο Facebook (σε μία από αυτές τις συνήθως… μεταμεσονύκτιες) κατέφυγε σε έναν οχετό ύβρεων εναντίον μου, προκειμένου να απαντήσει σε σχόλιο της στήλης για την επικείμενη εκείνες τις ημέρες δίκη του με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Στουρνάρα. Και κατέστησε, έτσι, μονόδρομο πλέον την προσφυγή μου στη Δικαιοσύνη.

Την αγωγή εις βάρος του εκδίκασε τον Μάιο του 2022 το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Το οποίο εξέδωσε προσφάτως την υπ’ αριθμόν 56/2023 απόφασή του, η οποία αποτελεί κόλαφο για το είδος του πολιτικού λόγου που υπηρετεί ο Πολάκης, και ο κάθε Πολάκης. Και παράλληλα ύμνο για το δικαίωμα της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας να κρίνει, ακόμη και να επικρίνει σκληρά, συμπεριφορές που αμαυρώνουν τον δημόσιο βίο, υπονομεύουν με τον λόγο και τη στάση τους θεσμούς της δημοκρατίας και εγκαθιστούν την ύβριν και τη συκοφαντία ως «εργαλεία» στην πολιτική αντιπαράθεση.

Σύμφωνα με την απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (πρόεδρος Πρωτοδικών η κυρία Ελ. Κατσαδήμα, μέλη οι κυρίες Αλ. Θεοφάνη και Ελ. Παπαδοπούλου, πρωτοδίκες), ο Π. Πολάκης καταδικάστηκε να μου καταβάλει 12.000 ευρώ, πλέον των νόμιμων τόκων, για την αποδεδειγμένη βάναυση εξύβριση και συκοφαντική δυσφήμηση εις βάρος μου. Τον υποχρεώνει επιπλέον να διαγράψει από τις σελίδες του στο Facebook την επίμαχη υβριστική, συκοφαντική και μειωτική της προσωπικότητας και της επαγγελματικής μου ιδιότητας ανάρτηση, καθώς και οποιαδήποτε περαιτέρω κοινοποίηση αυτής της ανάρτησης έχει πραγματοποιήσει. Σε περίπτωση δε που δεν το πράξει, το δικαστήριο τον καταδίκασε σε χρηματική ποινή 5.000 και προσωπική κράτηση τριών μηνών!!!

Ο Πολάκης επίσης καλείται να πληρώσει και μέρος των δικαστικών εξόδων που ανέρχονται σε 770 ευρώ.

Στο σκεπτικό της απόφασης, χαρακτηρίζεται «εξόχως υβριστική» η ανάρτηση του Πολάκη στο Facebook και τον καταδικάζει επειδή, όπως αναφέρεται σε αυτό, «πλήρως αποδείχθηκε ότι (η ανάρτηση…) βρίθει προσβλητικών χαρακτηρισμών, γνώριζε δε ο εναγόμενος ότι με τα δημοσιεύματα αυτά θα έθιγε την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος (…) και παρ’ όλα αυτά αποφάσισε να προβεί στην επίμαχη δημοσίευση. Συντρέχει επομένως ευθύνη του εναγόμενου για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του ενάγοντος του οποίου εθίγη η προσωπικότητα, η αξιοπρέπεια και η επαγγελματική του φήμη (…) Το δικαστήριο (στάθμισε…) τη βαρύτητα και τις συνθήκες τέλεσης της προσβολής, το μέγεθος, το είδος και την έκταση της προσβολής της τιμής και της υπόληψης του ενάγοντος όπως τα στοιχεία αυτά εξειδικεύονται από τον τρόπο διάδοσης των ισχυρισμών στο ιδιαίτερα δημοφιλές μέσο κοινωνικής δικτύωσης Facebook στον δημόσιο (ήτοι προσιτό σε κάθε χρήστη) προσωπικό λογαριασμό και σελίδα του εναγόμενου, τον απροσδιόριστο αριθμό των χρηστών που έλαβαν γνώση της ανάρτησης».

Πρόκειται, όπως είναι φανερό, για μια σημαντική απόφαση, η οποία πλην των άλλων θέτει και το τεράστιο ζήτημα της χρήσης του Facebook για τη σπίλωση, την εξύβριση ή τη συκοφαντία πολιτικών αντιπάλων, το οποίο με ιδιαίτερη επιμονή χρησιμοποιεί ο Πολάκης – και όχι μόνον αυτός. Και ευκαιρίας δοθείσης οφείλω πολλές ευχαριστίες στον ακάματο συνήγορό μου Γιάννη Παπαδογιαννάκη, ο οποίος στοιχειοθέτησε κατά τρόπο αριστοτεχνικό το γιατί μια ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να επιφέρει τη βάναυση προσβολή της προσωπικότητας ενός ανθρώπου, πολύ μεγαλύτερη της διά των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης εξύβρισης και συκοφαντίας.

Και ένα σχόλιο επί όλων των προηγουμένων: δεν επιχαίρω για την καταδίκη του Πολάκη, ούτε πανηγυρίζω. Είναι ο πρώτος πολιτικός που στέλνω στα δικαστήρια (εξαιρουμένου του γνωστού… Καμμένου, ο οποίος «ήρξατο χειρών αδίκων» προ δεκαετίας) και δεν είμαι ευτυχής γι’ αυτό. Οπως προαναφέρω, έφτασε κάποια στιγμή που είπα «ως εδώ, Πολάκη». Εμένα η ικανοποίησή μου συνίσταται στο ότι καταδικάστηκε το ψευτονταηλίκι ως πολιτική έκφραση και ο ψοφοδεής τσαμπουκάς τού «σας έχω όλους, ρε» και του «μόνος μου και όλοι σας» ως μέσο πολιτικής αντιπαράθεσης. Σε μια σύγχρονη κοινωνία, αυτά δεν έχουν θέση, και δεν πρέπει να επιτρέψουμε να έχουν θέση. Και η ελληνική κοινωνία που αντιμετωπίζει μύρια προβλήματα, δεν μπορεί να αντιπροσωπεύεται από πολιτικούς που αντιγράφουν πρακτικές από καταδικασμένες ιστορικά και πολιτικά ιστορικές περιόδους. Αυτά μπορεί να είχαν πέραση την εποχή του Θόδωρου Δηλιγιάννη ή του Δημήτριου Βούλγαρη, αλλά το «σήμερα» αυτές τις πρακτικές τις απορρίπτει. Διότι έχει διαφορετικές ανάγκες.

Θέλει πολιτικούς που να ασχολούνται με τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου που υποφέρει από την ακρίβεια ή την ενεργειακή κρίση. Επιζητεί πολιτικούς που να διατυπώνουν προτάσεις, να εισηγούνται λύσεις, να παίρνουν αποφάσεις για το καλό του. Και τους θέλει να αντιπαρατίθενται κόσμια, με αγωγή και με σεβασμό στον διάλογο και στις αρχές της δημοκρατίας. Υβριστές, συκοφάντες και κουτσαβακίστικες συμπεριφορές δεν θέλει. Ούτε ρεβανσιστές, ούτε νταήδες. Γιατί αντιπροσωπεύουν ένα παρελθόν που μυρίζει από μακριά οπισθοδρόμηση και αναχρονισμό…