Ο Έλον Μασκ ετοιμάζει την κατάθεση προσφοράς εξαγοράς της Twitter Inc. εξασφαλίζοντας σχετική χρηματοδότηση, σύμφωνα με την επιστολή που κατέθεσε ως ενδιαφερόμενος αγοραστής στην αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

Η κίνηση του Μασκ έρχεται μετά τη μη ανταπόκριση στην αρχική του προσφορά για εξαγορά της εταιρείας έναντι 54,20 δολαρίων ανά μετοχή.

Για τη χρηματοδότηση της εξαγοράς, ήδη οργανισμοί που σχετίζονται επιχειρηματικά με τον Μασκ έχουν λάβει επιστολές με τις οποίες τους ζητείται να παρέχουν χρηματοδότηση που θα ανέρχεται συνολικά στα 46,5 δισεκατομμύρια δολάρια.

Η Morgan Stanley και άλλα τραπεζικά ιδρύματα παρέχουν 25,5 δισεκατομμύρια δολάρια σε χρηματοδότηση χρέους ενώ ο Μασκ δεσμεύεται να συνεισφέρει 21 δισεκατομμύρια δολάρια χρηματοδότηση με ίδια κεφάλαια, σύμφωνα με τα όσα έχουν κατατεθεί στις αρμόδιες αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές.

Ο Μασκ φέρεται να προσβλέπει σε διαπραγματεύσεις που θα καταλήξουν σε μία οριστική συμφωνία για την εξαγορά της Twitter και προετοιμάζεται ώστε αυτές να ξεκινήσουν άμεσα. Από την πλευρά της η πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης δεν έχει αντιδράσει στην πρόταση.

Το «δηλητηριώδες χάπι»

Μετά την υποβολή προσφοράς επιθετικής εξαγοράς ύψους 43 δισ. δολ. η Twitter ακολούθησε μία τακτική επιβράδυνσης των εξελίξεων που συνηθίζεται σε αυτές τις περιπτώσεις: το «δηλητηριώδες χάπι». Το διοικητικό συμβούλιο του Twitter δημιούργησε ένα πρόγραμμα δικαιωμάτων μετόχων το οποίο ενεργοποιείται εάν κάποιο πρόσωπο ή ομάδα ατόμων αποκτήσει κυριότητα 15% χωρίς την έγκρισή του.

Άρα, εάν κάποιος θέλει να εξαγοράσει την εταιρεία, στο σύνολό της, θα πρέπει να βάλει πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Η απάντηση του Έλον Μασκ

Η απάντηση του Ίλον Μασκ στην εφαρμογή του «poison pill» ήταν να δηλώσει καταρχήν ότι «τα οικονομικά συμφέροντα του διοικητικού συμβουλίου του Twitter δεν ευθυγραμμίζονται με τα συμφέροντας των μετόχων».

Μάλιστα, ο δισεκατομμυριούχος απάντησε σε tweet άλλου χρήστη της πλατφόρμας σχετικά με τις μετοχές των μελών του διοικητικού συμβουλίου, λέγοντας ότι με την αποχώρηση του Τζακ Ντόρσεϊ, το διοικητικό συμβούλιο «συλλογικά δεν κατέχει σχεδόν καμία μετοχή».