Ο 56ος υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, απεβίωσε χθες Τετάρτη στην κατοικία του στο Κονέκτικατ σε ηλικία 100 ετών, σύμφωνα με ανακοίνωση που έδωσε στη δημοσιότητα το ίδρυμα που ίδρυσε ο Νομπελίστας Ειρήνης (1973) και φέρει το όνομά του.

Ο Κίσινγκερ ήταν ενεργός μετά την εκατονταετηρίδα του, παρακολουθώντας συναντήσεις στον Λευκό Οίκο, εκδίδοντας ένα βιβλίο για τα στυλ ηγεσίας και καταθέτοντας ενώπιον μιας επιτροπής της Γερουσίας για την πυρηνική απειλή που θέτει η Βόρεια Κορέα.

Τον Ιούλιο του 2023 πραγματοποίησε μια αιφνιδιαστική επίσκεψη στο Πεκίνο για να συναντήσει τον Κινέζο Πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ.

Στη δεκαετία του 1970, είχε ρόλο σε πολλά από τα παγκόσμια γεγονότα της δεκαετίας που άλλαξαν την εποχή, ενώ υπηρετούσε ως υπουργός Εξωτερικών υπό τον Ρεπουμπλικανό Πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον. Οι προσπάθειες του γερμανικής καταγωγής Εβραίου πρόσφυγα οδήγησαν στο διπλωματικό άνοιγμα της Κίνας, στις συνομιλίες ορόσημο ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης για τον έλεγχο των όπλων, στην επέκταση των δεσμών μεταξύ του Ισραήλ και των Αράβων γειτόνων του και στην Ειρηνευτική Συμφωνία του Παρισιού με το Βόρειο Βιετνάμ.

Η επιρροή του Κίσινγκερ ως κυρίου αρχιτέκτονα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ μειώθηκε με την παραίτηση του Νίξον το 1974. Ωστόσο, συνέχισε να είναι διπλωματική δύναμη υπό τον Πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ και να προσφέρει ισχυρές απόψεις σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Ουδείς άλλος σημάδεψε όσο αυτός την αμερικανική εξωτερική πολιτική το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Φημισμένος για τις απαράμιλλες διαπραγματευτικές του ικανότητες, ο Χένρι Κίσινγκερ ταυτόχρονα συχνά επεδείκνυε ροπή στον αυταρχισμό.

Ο πραγματιστής πολιτικός που πιστώνεται την «αμερικανική Realpolitik» ήταν πάντα αληθινό «γεράκι» της Ουάσιγκτον — υπήρξε περίπλοκη προσωπικότητα, που γεννούσε τόσο θαυμασμό όσο και μίσος.

Ο ναζισμός σημάδεψε ανεξίτηλα τον νεαρό Γερμανοεβραίο Χάιντς Άλφρεντ Κίσινγκερ, που γεννήθηκε την 27η Μαΐου 1923 στη Φουρτ (Βαυαρία): στα 15 του, μετατρεπόταν σε πρόσφυγα στις ΗΠΑ μαζί με την οικογένειά του. Αφού απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα στα 20 του χρόνια, θα κατατασσόταν στον στρατό και θα υπηρετούσε στην Ευρώπη, κυρίως στη στρατιωτική αντικατασκοπεία, λόγω των άπταιστων γερμανικών του. Παρασημοφορήθηκε για τη δράση του.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επιθυμώντας διακαώς να συνεχίσει τις σπουδές του, μπήκε στο Χάρβαρντ — από όπου βγήκε με πτυχίο στις διεθνείς σχέσεις, προτού γίνει μέλος του διδακτικού προσωπικού και της διεύθυνσης του πασίγνωστου πανεπιστημίου. Εκείνη την περίοδο, οι Δημοκρατικοί πρόεδροι Τζον Κένεντι και Λίντον Τζόνσον άρχιζαν να συμβουλεύονται ολοένα συχνότερα τον λαμπρό —και ιδιαίτερα φιλόδοξο— καθηγητή.

Όμως ο διοπτροφόρος πανεπιστημιακός δεν θα μετατρεπόταν σε παγκόσμια μορφή της διπλωματίας παρά την περίοδο του Ρίτσαρντ Νίξον, όταν αρχικά έγινε σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου και κατόπιν υπουργός Εξωτερικών — κατείχε και τις δύο θέσεις από το 1973 ως το 1975, ενώ παρέμεινε ΥΠΕΞ υπό τον Τζέραλντ Φορντ, ως το 1977.

Έθεσε σε εφαρμογή την αμερικανική Realpolitik, επιδιώκοντας την αποκλιμάκωση των εντάσεων με τη σοβιετική ένωση και την προσέγγιση με την Κίνα του Μάο, όπου πήγε επανειλημμένα —με άκρα μυστικότητα— για να προετοιμάσει την ιστορική επίσκεψη του προέδρου Νίξον στο Πεκίνο το 1972.

Διεξήγαγε εξάλλου, επίσης με άκρα μυστικότητα, ενώ βομβαρδιζόταν ανηλεώς το Ανόι, διαπραγματεύσεις για να τερματιστεί ο πόλεμος του Βιετνάμ.

Το αμφιλεγόμενο Νόμπελ

Η υπογραφή της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός ήταν αυτό που επικαλέστηκε η επιτροπή όταν το απένειμε το Νόμπελ ειρήνης το 1973 — όμως ο Βιετναμέζος ηγέτης Λε Ντικ Το αρνήθηκε να το παραλάβει. Η βράβευση πιθανόν θα παραμείνει η πιο αμφιλεγόμενη στην ιστορία.

Επικριτές του Χένρι Κίσινγκερ για χρόνια απαιτούσαν να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου.

Κατήγγειλαν τον σκοτεινό, όχι σπάνια απροκάλυπτο ρόλο του σε αποφάσεις όπως οι μαζικοί βομβαρδισμοί των ΗΠΑ στην Καμπότζη, ή η αμερικανική υποστήριξη στον ινδονήσιο δικτάτορα Σουχάρτο, η εισβολή των δυνάμεων του οποίου στο Ανατολικό Τιμόρ στοίχισε τη ζωή σε τουλάχιστον 200.000 ανθρώπους το 1975.

Όμως ήταν πάνω απ’ όλα η δράση της CIA στη Λατινική Αμερική, συχνά με προσωπικές του εντολές, αυτή που αμαύρωσε περισσότερο από καθετί άλλο την εικόνα του: ειδικά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1973 στη Χιλή, η κατάληψη της εξουσίας από τον Αουγούστο Πινοτσέτ και ο θάνατος του σοσιαλιστή προέδρου Σαλβαδόρ Αγιέντε.

Στην πορεία των ετών, ήρθαν στο φως απόρρητα έγγραφα που αποκάλυπταν το περίγραμμα και το εύρος αυτού που θα γινόταν γνωστό με την ονομασία «Σχέδιο Κόνδωρ»: σκοπός του ήταν η εξάλειψη των αντιπάλων των στρατιωτικών δικτατοριών στη Λατινική Αμερική τα χρόνια του 1970 και του 1980.

Μολαταύτα, ο συγγραφέας των βιβλίων Διπλωματία (1994) και Παγκόσμια Τάξη (2014), πατέρας δυο παιδιών, παντρεμένος από το 1974 με τη φιλάνθρωπο Νάνσι Μαγκίνες, διατηρούσε ως τον θάνατό του τεράστια επιρροή. Και —φυσικά— παρέμενε γεράκι: τον Ιανουάριο, τάχθηκε υπέρ της συνέχισης της υποστήριξης στην Ουκρανία, που έπρεπε, κατ’ αυτόν, να γίνει κράτος μέλος του NATO.