Στο μικροσκόπιο της Κυβέρνησης βρίσκονται οι τελευταίες κινήσεις της Τουρκίας και του Ταγίπ Ερντογάν, ενώ η Αθήνα έχει ήδη διαμηνύσει ότι δεν θα κάνει εκπτώσεις στην υπεράσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. 

Οι στρατηγικές κινήσεις της ελληνικής διπλωματίας στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, με τελευταίο παράδειγμα τις πρόσφατες συμφωνίες με την Αιγυπτο, καθώς επίσης και η συνέχιση της στοχευμένης αμυντικής θωράκισης της χώρας έχουν θορυβήσει την Άγκυρα που συνεχίζει απαρέγκλιτα στη γραμμή της έντασης και των προκλήσεων απέναντι σε μια γείτονα και σύμμαχο χώρα στο ΝΑΤΟ. 

Μπορεί  η ελληνική πλευρά να έχει δώσει το προηγούμενο διάστημα πολλές ευκαιρίες στο διάλογο με την απέναντι όχθη, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν λαμβάνει υπόψη την απαράδεκτη στάση της Τουρκίας που δεν δείχνει διάθεση να αλλάξει ρότα. 

Είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη τοποθέτηση του Πρωθυπουργού για τις εξελίξεις, ο οποίος ανάμεσα σε άλλα ξεκαθάρισε ότι «δεν είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε διάλογο με το παράλογο». 

Από τη μία πλευρά, όλες οι πολιτικές δυνάμεις της γείτονος παίζουν σκληρά το χαρτί του ανθελληνισμού ενόψει και των κρίσιμων εκλογών το 2023. Με άλλα λόγια, χρησιμοποιούν τις επιθέσεις κατά της χώρας μας για να απευθυνθούν στο δικό τους ακροατήριο, διεκδικώντας την ψήφο του μέσου Τούρκου πολίτη, ο οποίος στην παρούσα φάση αντιμετωπίζει ισχυρές αναταράξεις από την ακρίβεια και τον πληθωρισμό που φτάνει πλέον στο 85%. 

Από την άλλη, η Ελλάδα επιχειρεί πάντα να λειτουργήσει ως σταθεροποιητικός παράγοντας ειρήνης στην νοτιοανατολική Ευρώπη, αλλά σε κάθε περίπτωση έχει διαμηνύσει ότι δεν θα συζητήσει ζητήματα κυριαρχίας των ελληνικών νησιών. 

Την ίδια ώρα το κλίμα που καταγράφεται στα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης για τις πρακτικές Ερντογάν είναι αρνητικό, καθώς έχει εμπεδωθεί σε ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας ότι η Τουρκία στην παρούσα φάση λειτουργεί ως ένας παράγοντας που στηρίζει τον αναθεωρητισμό με ότι αυτό σημαίνει για την αύξηση της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας για την επόμενη μέρα.