«Αυτοδυναμία ή χάος». «Εμβάθυνση της αδικίας ή επιστροφή της Δικαιοσύνης». «Μητσοτάκης ή Τσίπρας για να κάνει τη δουλειά». «Προοδευτική κυβέρνηση απ’ την πρώτη Κυριακή ή εκλογικές περιπέτειες με Μητσοτάκη». Τα ως άνω αποτελούν μερικά μόνο δείγματα από την μάχη της «ατζέντας», που έχει ξεκινήσει μεταξύ των δυο μονομάχων και διεκδικητών της εξουσίας, σε μία μαραθώνια προεκλογική περίοδο που έχει de facto ξεκινήσει. 

Η έκβαση κάθε εκλογικής μάχης επηρεάζεται καθοριστικά από τα διλήμματα που τελικά επικρατούν, καθώς το κατά πόσον ο κάθε μονομάχος και διεκδικητής της εξουσίας θα καταφέρει να «επιβάλει» τη δική του ατζέντα, κρίνει και εκλογικές συμπεριφορές μεγάλων κατηγοριών ψηφοφόρων: δηλαδή, αφενός των αναποφάσιστων και των «αδιάφορων», αφετέρου των λεγόμενων «μετακινούμενων ψηφοφόρων», που παραδοσιακά «μετεωρίζονται» ως την τελευταία στιγμή μεταξύ δύο ή τριών κομμάτων και αποφασίζουν λίγο πριν ή την ώρα που μπαίνουν στο παραβάν του εκλογικού κέντρου. 

Μαραθώνιος

Ενόσω, λοιπόν, το εναρκτήριο λάκτισμα για τον εκλογικό μαραθώνιο με ορίζοντα την Άνοιξη του 2023 έχει δοθεί με το περίφημο «μύρισε εκλογές» του Κυριάκου Μητσοτάκη, τόσο ο πρωθυπουργός όσο όμως και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιχειρούν να θέσουν τα δικά τους διλήμματα στο εκλογικό σώμα, ώστε αυτά να «δουλευτούν» στο συλλογικό υποσυνείδητο και να αποκρυσταλλωθούν σε συγκεκριμένες εκλογικές συμπεριφορές. Ταυτοχρόνως, οι δυό βασικοί διεκδικητές της εξουσίας επιχειρούν να εξουδετερώσουν ο ένας τα διλήμματα και τα αφηγήματα του άλλου, ώστε να εξασφαλίσουν ότι θα παίξουν τον εκλογικό αγώνα στην «έδρα» τους και όχι... φιλοξενούμενοι της άλλης ομάδας με εχθρικούς οπαδούς απέναντί τους. 

Κόντρα επιχειρήματα

Ο πρωθυπουργός, αν και προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποφύγει την «παγίδα» της χαλαρής ψήφου στις επόμενες εκλογές, ώστε να μην χρειαστεί να ξεκινήσει από χαμηλή αφετηρία για τις δεύτερες εκλογές, έχει προαναγγείλει με κάθε τρόπο και σε όλους τους τόνους ότι θα επιδιώξει την αυτοδυναμία. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης όχι απλώς διαμηνύει ότι στις επαναληπτικές εκλογές είναι «απολύτως εφικτός» ο στόχος της αυτοδυναμίας, αλλά ταυτοχρόνως επιχειρεί να ταυτίσει την αυτοδυναμία με την «σταθερότητα», «ξορκίζοντας» τις περιπέτειες. Με άλλα λόγια, επιχειρεί να ταυτίσει στα μάτια των πολιτών που αποστρέφονται τις «περιπέτειες» και την ανασφάλεια τη δική του εκλογική ατζέντα με την σταθερότητα για τη χώρα και την οικονομία. 

Στον αντίποδα, ο ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλάει ανοιχτά για δεύτερες εκλογές και κατηγορεί τον πρωθυπουργό ως «παράγοντα αστάθειας», με τον Αλέξη Τσίπρα να εγγυάται για «προοδευτική κυβέρνηση από τις πρώτες εκλογές», θέτοντας, όμως, μία προϋπόθεση: να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα, έστω και με μία ψήφο διαφορά. Με τον τρόπο αυτό, ο πρώην πρωθυπουργός δεν επιχειρεί απλώς να λύσει το ζήτημα κατά πόσον θα «βγαίνουν» τα νούμερα, αλλά ταυτοχρόνως στέκεται και στο «ηθικό»-πολιτικό κομμάτι, μιλώντας για «κυβέρνηση νικητών και όχι κυβέρνηση ηττημένων». 

Η αναφορά της «πρωτιάς» ως προϋπόθεσης για την συγκρότηση κυβέρνησης από την πρώτη Κυριακή εξυπηρετεί, ασφαλώς, και έναν άλλον στόχο του Αλέξη Τσίπρα: τον στόχο της συσπείρωσης, ώστε οι ψηφοφόροι να μην θεωρήσουν ότι οι εκλογές της απλής αναλογικής είναι... περίπατος στην εξοχή ή άσκηση πολιτικής και ιδεολογικής καθαρότητας.  

Διαχείριση 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, βεβαίως, αξιοποιώντας τις πολλαπλές κρίσεις που πέρασε η κυβέρνησή του, αλλά «προσπερνώντας» τα δραματικά αποτελέσματα στη διαχείρισή τους (την υπερβάλλουσα θνητότητα στην πανδημία, την υπερβάλλουσα ακρίβεια και αισχροκέρδεια στον πληθωρισμό κ.α.) προσπαθεί να θέσει ένα ακόμη διακύβευμα: ζητεί από τους ψηφοφόρους να απαντήσουν «ποιος είναι κατάλληλος να κάνει τη δουλειά», δηλαδή να κυβερνά αποτελεσματικά. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιστρέφει αυτό το διακύβευμα, υπενθυμίζοντας ποιος άφησε άδεια ταμεία και ποιος 37 δισεκατομμύρια, ποιος ρύθμισε το δημόσιο χρέος, ποιος εξέδωσε εκκρεμείς συντάξεις που είχαν αφήσει οι προηγούμενοι και προχώρησε τη Κτηματολόγιο που παρέλαβε τελματωμένο. 

Συν τοις άλλοις, οι δύο «μονομάχοι» κονταροχτυπιούνται στη «μάχη της ατζέντας» και επί της ουσίας του περιεχομένου της διακυβέρνησης: ο πρωθυπουργός ζητεί εντολή για να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις («στην Ελλάδα, χρειάζονται δύο τετραετίες», όπως είπε από το Λονδίνο) επικαλείται τη μείωση της ανεργίας και τις καλές προβλέψεις και επιδόσεις της (μακρο)οικονομίας, όπως επίσης και την υψηλή απορροφητικότητα στο Ταμείο Ανάκαμψης. 

Στον αντίποδα, ο Αλέξης Τσίπρας βαφτίζει τις «μητσοτακικές» μεταρρυθμίσεις ως «αδικία», επιχειρεί να αναδείξει την «ταξική» διάσταση της κυβερνητικής πολιτικής και να επανασυνδεθεί με τη μεσαία τάξη, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι «διαλύει το ΕΣΥ» και πως «δίνει στους Πάτσηδες τα σπίτια της μεσαίας τάξης».

Τούτων δοθέντων, οι μονομάχοι ρίχνουν όλα τα όπλα τους στο εκλογικό τραπέζι και τώρα αρχίζει το... μέτρημα: εβδομαδιαίες στοχευμένες κυλιόμενες έρευνες, focus groups και άλλες σφυγμομετρήσεις θα φτάνουν από τώρα ως τον Απρίλιο στο Μαξίμου και την Κουμουνδούρου και θα δείχνουν στους κκ. Μητσοτάκη και Τσίπρα τί απ’ όσα λένε δεν αρέσει στους πολίτες, ποιο επιχείρημα «πιάνει» και προς ποιους ψηφοφόρους, αλλά και τί άλλο πρέπει να ειπωθεί. Γιατί ως τις κάλπες, θα έχουν ειπωθεί όλα.