Η χώρα έχει μπει ήδη στον αστερισμό των εθνικών εκλογών, η προκήρυξη των οποίων κοντοζυγώνει και το κυβερνητικό επιτελείο προετοιμάζει πυρετωδώς το σχετικό αφήγημα που θα συνοδεύσει τη Νέα Δημοκρατία τους επόμενους τρεις και πλέον μήνες. Από τον περασμένο Σεπτέμβριο ο Πρωθυπουργός άρχισε να θέτει δημόσια το διακύβευμα της κάλπης, ενώ όσο πλησιάζει η κρίσιμη ώρα το επικοινωνιακό επιτελείο θα καταλήξει στα σκληρά διλήμματα.

Βασικός στόχος είναι αφενός να αναδειχθούν διαρκώς τα συγκρίσιμα με το ΣΥΡΙΖΑ μεγέθη, αφετέρου να διεγερθούν τα αρνητικά αντανακλαστικά ενός μέρους της κοινής γνώμης που ξορκίζει το ενδεχόμενο επιστροφής του Αλέξη Τσίπρα στο Μέγαρο Μαξίμου.

Το «μπροστά ή «πίσω» θα ακουστεί πολλές φορές από τα χείλη των γαλάζιων βουλευτών, αλλά και των υποψηφίων, την ώρα της σκληρής μάχης της πρώτης Κυριακής, όπου η Νέα Δημοκρατία θα δίνει τον ύστατο αγώνα για να πετύχει ένα ποσοστό που θα ανοίξει το δρόμο για κάτι καλύτερο την επομένη.

Το «σταθερότητα-συνέπεια-αποτελέσματα» είναι ένα σύνθημα που θα φορεθεί πολύ από τα υψηλά κλιμάκια της Πειραιώς, ενώ ψηλά στις προτεραιότητες των ανώτατων κομματικών αξιωματούχων είναι να περιοριστεί η αποχή που θα προέρχεται από ψηφοφόρους της κεντροδεξιάς, αλλά και η αποσυσπείρωση, η οποία δύναται να ανοίξει το δρόμο της εισόδου στη Βουλή για άλλα δεξιότερα σχήματα.

Σε κάθε περίπτωση οι επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις συνιστούν το δυσκολότερο πολιτικό project για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος ευελπιστεί σε μία δεύτερη τετραετία αυτοδύναμης Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, για πρώτη φορά μετά από το 2007. Κι όλα αυτά μέσα σε ιδιαίτερες συνθήκες, ξενόφερτου πληθωρισμού, ακρίβειας, γεωπολιτικών προκλήσεων, τουρκικών απειλών, αλλά και υποθέσεων διαφθοράς που αν μη τι άλλο επηρεάζουν έως ένα βαθμό και το σκεπτόμενο κομμάτι του εκλογικού ακροατηρίου.

Εν κατακλείδι, το κυβερνών κόμμα επιχειρεί να βάλει στο επίκεντρο της προεκλογικής μάχης τις αγωνίες και τις αναζητήσεις όλων των Ελλήνων, μακριά από τα παραδοσιακά κομματικά στεγανά, αναδεικνύοντας έναν σύγχρονο πολιτικό λόγο, εν αντιθέσει με το ΣΥΡΙΖΑ που εμμένει σε αντιδεξιά τσιτάτα περασμένων δεκαετιών.