Μία περίοδο πολιτικής σταθερότητας θα φέρουν στην Ελλάδα οι επαναληπτικές εκλογές, εφόσον η Νέα Δημοκρατία μπορέσει να κρατήσει το ποσοστό της και ταυτόχρονα παραμείνει υψηλός ο αριθμός των κομμάτων που δεν θα φτάσουν στο όριο του 3%, σύμφωνα με την DBRS Morningstar. Ο οίκος αξιολόγησης, που τοποθετεί το αξιόχρεο της Ελλάδας μόλις ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα (BB high), σημειώνει ότι οι εκλογές φέρνουν τη συνέχεια στις πολιτικές που υιοθετήθηκαν.

Η δυνητική νίκη της Νέας Δημοκρατία θα της έδινε μια εντολή να συνεχίσει την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων, αυξάνοντας τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας. Παράλληλα, οι βελτιωμένες προοπτικές ανάπτυξης και από τις ύψους 30,5 δισ. ευρώ δαπάνες του Ταμείου Ανάπτυξης είναι ένας ακόμα παράγοντας που συμβάλει στην πιθανή βελτίωση της αξιολόγησης, σημειώνει ο οίκος.

Σύμφωνα με την DBRS, τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα γνώρισε μια παρατεταμένη περίοδο πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας, παρά τις προκλήσεις της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης. Με τις μεταρρυθμίσεις και την ευρωπαϊκή στήριξη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η χώρα εμφάνισε ισχυρή ανάκαμψη το 2021 και το 2022, ενώ το 2023 το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,4%, σύμφωνα με την Κομισιόν, λαμβάνοντας ώθηση κυρίως από την εγχώρια ζήτηση και ειδικά από την έντονη επενδυτική δραστηριότητα, επισημαίνουν οι αναλυτές. Η υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης αναμένεται να συνεχίσει να παρέχει κίνητρα για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις.

Η DBRS επισημαίνει ότι η Αθήνα στοχεύει σε περαιτέρω βελτίωση της δημοσιονομικής εικόνας φέτος και μείωση του χρέους στο 163% του ΑΕΠ, αφότου το 2022 η Ελλάδα κατέγραψε μικρό πρωτογενές πλεόνασμα.

Ο οίκος εκτιμά ότι η χώρα θα διατηρήσει τη δημοσιονομική της πειθαρχία, ωστόσο, εντοπίζει κινδύνους που σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο χρέος και το υψηλό μερίδιο των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τραπεζικό σύστημα.

Συνέχεια και μεταρρυθμίσεις έβγαλαν οι κάλπες

Νωρίτερα, και η S&P Global Ratings είχε επισημάνει ότι το αποτέλεσμα των ελληνικών εκλογών αποτελεί μια εντολή για συνέχεια στις πολιτικές και μεταρρυθμίσεις.

Ο οίκος αξιολόγησης, που είχε αναβαθμίσει τον Απρίλιο τις προοπτικές της ΒΒ+ αξιολόγησης της Ελλάδας σε θετικές από σταθερές, σημειώνει ότι θα μπορούσε να αναβαθμίσει την αξιολόγηση (φέρνοντάς την στην επενδυτική βαθμίδα), μέσα στους επόμενους 12 μήνες, εάν διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία κατά την περίοδο πρόβλεψής του, δηλαδή έως το 2026.

Η αναβάθμιση θα εξαρτηθεί επίσης από το εάν η επόμενη κυβέρνηση θα διατηρήσει τον ρυθμό των μεταρρυθμίσεων, ενισχύοντας την οικονομική ανταγωνιστικότητα της χώρας.

Σημειώνεται ότι το επόμενο προγραμματισμένο review της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από την S&P θα γίνει στις 20 Οκτωβρίου.