Συνεχίζεται η πολιτική θύελλα σε Αθήνα και Βρυξέλλες μετά τις χθεσινές αποκαλύψεις για το βαρύ «εκτιμώμενο κόστος» των 2,4 δισεκατομμύρια δολαρίων σχετικά με την αναβάθμιση του συνόλου σχεδόν των μαχητικών αεροσκαφών F-16 της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας από τους Αμερικανούς.

Η είδηση αυτή επισκίασε ακόμα και αυτήν καθ’ αυτήν την επίσκεψη Τσίπρα στις ΗΠΑ και κυριάρχησε στα μέσα ενημέρωσης, παρά τις προσπάθειες του επικοινωνιακού μηχανισμού της κυβέρνησης για το αντίθετο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά το γεγονός ότι δεν υιοθετήθηκαν ακραίοι τόνοι από την πλευρά της αντιπολίτευσης, η αποκάλυψη της συμφωνίας προκάλεσε πολλά αναπάντητα ερωτηματικά και έφερε την κυβέρνηση σε εμφανή αμηχανία να προσπαθεί ανεπιτυχώς να υποβαθμίσει το ζήτημα, αδυνατώντας να απαντήσει επί της ουσίας.

Σε αυτό το κλίμα, ήρθαν χθες να προστεθούν ενδείξεις ενόχλησης και δυσαρέσκειας των Βρυξελλών για την αποκάλυψη μίας τέτοιας συμφωνίας, καθώς ευρωπαϊκές πηγές επιβεβαιώνουν ότι αφενός δεν υπήρξε καμία συνεννόηση ή ενημέρωση από την ελληνική κυβέρνηση για αυτό το θέμα και αφετέρου πως θα υπάρξει επίδραση στα δημοσιονομικά, όσο και επίδραση στο χρέος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι απαντώντας σε σχετική ερώτηση Ευρωπαίος αξιωματούχος είπε ότι δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες της συμφωνίας, προσθέτοντας ότι θα γίνουν ερωτήσεις προς την ελληνική πλευρά (μάλλον στη διάρκεια της αξιολόγησης).

Σημείωσε ωστόσο ότι όλα είναι θέμα χρονοδιαγράμματος, δηλαδή σε πόσα χρόνια θα γίνει η αποπληρωμή της αναβάθμισης των F-16 και πώς θα κατανεμηθεί η δαπάνη.

Δυσαρέσκεια επικρατεί και σε μεγάλο κομμάτι του εσωτερικού του ΣΥΡΙΖΑ για τον φιλοαμερικανισμό και κυρίως την αιφνιδιαστική επίθεση φιλίας του κ. Τσίπρα προς τον νέο Αμερικανό πρόεδρο, καθώς ήδη γράφονται κάποια κείμενα που θα κυκλοφορήσουν εσωτερικά.

Κυβερνητικές πηγές εκφράζουν φόβους ότι η στήριξη που παρείχε ο κ. Τραμπ στην Ελλάδα θα υποσκελιστεί από τις διαστάσεις που λαμβάνει η υπόθεση της συμφωνίας των 2,4 δισ. δολαρίων (περίπου 2 δισ. ευρώ) για τα F-16 και με την επιστροφή του στην Ελλάδα ο πρωθυπουργός θα βρεθεί περισσότερο απολογούμενος, παρά θριαμβευτής.

Η Νέα Δημοκρατία άφησε ερωτηματικά γύρω από το μεγάλο -και σίγουρα πολύ υψηλότερο από τις εκτιμήσεις που υπήρχαν έως τώρα- κόστος της συμφωνίας, ενώ η κυβέρνηση, διά στόματος του κυβερνητικού εκπροσώπου, Δημήτρη Τζανακόπουλου, έκανε λόγο για τη «φτηνότερη από τις λύσεις που είχαν προταθεί», καθώς και για μια «αναγκαία συμφωνία, προκειμένου να θωρακιστεί η άμυνα της χώρας και να μην απαξιωθεί ένας πολύ μεγάλος στόλος αεροσκαφών για τον οποίο η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ με τις συμφωνίες τις προηγούμενες δεκαετίες έχουν δαπανήσει δεκάδες δισ. ευρώ».

Η ΝΔ, ωστόσο, επέμεινε, σημειώνοντας πως «δυστυχώς, από τις δηλώσεις που ακολούθησαν της συνάντησης Τσίπρα – Τραμπ, φαίνεται ότι το μόνο χειροπιαστό αποτέλεσμα της επίσκεψης αφορά μια συμφωνία υψηλότατου κόστους για την αναβάθμιση των ελληνικών αεροσκαφών F-16. Συμφωνία που θα κοστίσει στην ελληνική οικονομία 2,4 δισ. δολάρια, προσφέροντας θέσεις εργασίας όχι στην Ελλάδα, αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες».

«Στόχος επετεύχθη» κατά τον Τσίπρα

Απόλυτα ικανοποιημένος, όπως δήλωσε ο ίδιος, για την επίσκεψη του στο Λευκό Οίκο και τις συζητήσεις του με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τον αντιπρόεδρο Μαικ Πενς, αναχώρησε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας από την Ουάσιγκτον με προορισμό τις Βρυξέλλες.

Μιλώντας στους δημοσιογράφους από την αίθουσα συσκέψεων του Blair House, ο Έλληνας πρωθυπουργός ήταν κατηγορηματικός για την επιτυχία του ταξιδιού του, που ξεκίνησε στο Σικάγο και ολοκληρώθηκε στην αμερικανική πρωτεύουσα.

«Είμαστε εξαιρετικά ικανοποιημένοι από τα αποτελέσματα», είπε, «τόσο ως προς τα μηνύματα που εκπέμφθηκαν, δηλαδή επικοινωνιακά, αλλά και για την ουσία. Το ταξίδι πήγε εξαιρετικά καλά, οι βασικοί στόχοι επιτεύχθηκαν», υπογράμμισε.

Ο κ. Τσίπρας υποστήριξε ότι σε όλες τις συναντήσεις που είχε επί αμερικανικού εδάφους υπήρξε από τους συνομιλητές μια κοινή παραδοχή: «Η Ελλάδα επιστρέφει».

Πρόσθεσε ότι η χώρα βρίσκεται σε σημείο καμπής και στροφής που αποδεικνύεται από τις επιδόσεις της οικονομίας και από τις διαθέσεις που κατέγραψε μεταξύ των επενδυτών απέναντι στην Ελλάδα.

Ο πρωθυπουργός είχε την ευκαιρία να συναντηθεί με επιχειρηματίες και επενδυτές στην Ουάσιγκτον και το Σικάγο και έμεινε με την εντύπωση ότι το ενδιαφέρον είναι υψηλό. Προς την κατεύθυνση αυτή, είναι σημαντική η βοήθεια της αμερικανικής κυβέρνησης, που εκφράστηκε δημόσια και στην αμερικανική πρωτεύουσα, αλλά και συχνά με συνεντεύξεις και δηλώσεις του, από τον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα, Τζέφρι Πάϊατ. Ο τελευταίος ήταν αυτός που σχεδίασε την πρωθυπουργική επίσκεψη.

Ο κ. Τσίπρας υποστήριξε ότι αναγνωρίστηκε ο γεωπολιτικός ρόλος της χώρας -κάτι που συνέδεσε και με την αναβάθμιση των F-16- και τόνισε τα εξής: «Πήραμε μια διαβεβαίωση πολύ σημαντική, ότι θα έχουμε την καλύτερη δυνατή, ίσως μια από τις συμφωνίες που η Ελλάδα δεν έχει πετύχει ξανά σε επίπεδο κόστους. Διότι στην ουσία πάνω από το μισό του κόστους δεν θα καταβληθεί από την ελληνική πλευρά».

Αυτή είναι η συζήτηση, δεν έχουμε καταλήξει» ανέφερε ο πρωθυπουργός και πρόσθεσε: «Αυτό γίνεται απολύτως αντιληπτό από την αμερικανική πολιτική ηγεσία, ότι δεν είναι ένα οικονομικό ζήτημα, είναι ζήτημα ιδιαίτερης γεωπολιτικής σημασίας η διατήρηση των ισορροπιών».

Ο κ. Τσίπρας δήλωσε ότι οι στόχοι που ετέθησαν πριν φτάσει στην Αμερική έχουν επιτευχθεί και αναφέρθηκε στις υψηλού επιπέδου επαφές του με την αμερικανική κυβέρνηση, με την επιχειρηματική κοινότητα και την Ελληνική Ομογένεια.

Του έκανε εντύπωση, είπε, το γεγονός ότι άλλαξε η ατμόσφαιρα αλλά και η αντιμετώπιση της χώρας, ιδιαίτερα από τους επιχειρηματίες.

Εξήγησε ότι ενώ παλαιότερα οι επιχειρηματίες και οι πολιτικοί του μιλούσαν για τις μεταρρυθμίσεις και την ανάγκη υλοποίηση τους, τώρα η συζήτηση περιστρεφόταν στα χρόνια προβλήματα που αντιμετώπιζε η Ελλάδα και η οικονομία της πριν από την περίοδο των μνημονίων. Αναφέρθηκε στα ζητήματα της αντιμετώπισης της γραφειοκρατίας, της επιτάχυνσης των δικαστικών αποφάσεων και της ορθότερης λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού. Τα παραπάνω, όπως τόνισε, αποδεικνύουν ότι «θεωρείται πια δεδομένο πως σε μεγάλο βαθμό έχουν υλοποιηθεί οι μεταρρυθμίσεις και η χώρα βγαίνει από τα προγράμματα στήριξης».