Το αδιέξοδο στην διαπραγμάτευση και τα χθεσινά απανωτά χαστούκια των δανειστών στις υπεραισιόδοξα αφελείς προσδοκίες της ελληνικής κυβέρνησης για συμφωνία σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους και την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση, τροφοδοτούν από εχθές το βράδυ νέα εκλογικά σενάρια.

Το "γαϊτανάκι" των αρνητικών ειδήσεων για την Κυβέρνηση άνοιξε ο Γερμανός ΥΠΟΙΚ, ο οποίος επιτέθηκε στο ελληνικό πολιτικό σύστημα γενικώς και την κυβέρνηση ειδικώς, λέγοντας μάλιστα πως δεν θα πρέπει οι Έλληνες να κατηγορούν τον ίδιο αλλά την κυβέρνησή τους, η οποία μάλιστα επιλέγει να φορτώνει με βάρη τους αδύναμους και όχι τους εφοπλιστές.

Το γάντι σήκωσε αμέσως το Μαξίμου, απαντώντας δια κύκλων του στο Βερολίνο πως οι ευθύνες του κ. Σόιμπλε στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης έχουν καταγραφεί ιστορικά και να μην προσπαθεί να επιρρίψει τις ευθύνες αλλού.

Ακολούθως, μια διαρροή ευρωπαίου αξιωματούχου, με την οποία έμπαινε "ταφόπλακα" στην προσδοκία της Αθήνας για ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, έβαλε μέσα στη νύχτα, φωτιά στα τόπια: Κυβερνητικές πηγές, απάντησαν ούτε λίγο- ούτε πολύ: Δεν δίδετε qe εσείς; Θα κάνουμε χαμό στη Σύνοδο Κορυφής, εμείς.

Συγκεκριμένα, μέσω του Αθηναϊκού Πρακτορείου, η κυβέρνηση λίγο πριν από τη μία τα ξημερώματα, απάντησε στον "ευρωπαίο αξιωματούχο": "Τέτοιες διαρροές από Ευρωπαίους αξιωματούχους -αν και δεν είναι στην πρόθεσή τους- μας βοηθάνε τα μάλα.

Διότι μας βγάζουν από το δίλημμα, αν θα δεχθούμε ή θα απορρίψουμε εκ νέου τις προτεινόμενες λύσεις στο Eurogroup, που αποτελεί εξάλλου και μη θεσμικό όργανο, ώστε να πάμε στη Σύνοδο Κορυφής".

Στόχος της κυβέρνησης πλέον είναι να μη χαθεί η δυνατότητα της Ελλάδας για ένταξη στο QE. Με δεδομένη την απόλυτη άρνηση της Γερμανίας να "δώσει" σαφέστερο προσδιορισμό των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, παρότι επισήμως διακηρύττουν πως η μάχη αυτή δεν έχει χαθεί, αρχίζουν και εμπεδώνουν πως χρέος πριν από τις γερμανικές εκλογές, δεν πρόκειται να δοθεί.

Ο πήχης των προσδοκιών επ΄ αυτού εκ των πραγμάτων έχει χαμηλώσει αλλά το κυβερνητικό επιτελείο θέλει σφόδρα να μη χαθεί και η δυνατότητα για ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Το πώς θα γίνει τούτο χωρίς τη συμμετοχή του ΔΝΤ έως το φθινόπωρο, ήτοι χωρίς να υπάρχει έκθεση βιωσιμότητας του Ταμείου για το χρέος, είναι αυτό που επιζητά το Μαξίμου να λύσει ο Μάριο Ντράγκι.

Από τον διακηρυγμένο αυτό στόχο - για την ώρα τουλάχιστον- στην Κυβέρνηση δεν κάνουν πίσω, για αυτό και απάντησαν στην διαρροή περί "ξεχάστε το QE" ότι θα φτάσουν το ζήτημα σε Σύνοδο Κορυφής στις 22/06, απορρίπτοντας τη μια απ τα ίδια πρόταση Σόιμπλε, εφόσον δεν διαφαίνεται να τροποποιείται , εξυπηρετώντας έστω το αφήγημα της ένταξης στο QE.

Ο Αλέξης Τσίπρας πάντως χθες, από το υπουργείο Εσωτερικών όπου παραχώρησε συνέντευξη Τύπου, είπε αστειευόμενος μεν δίνοντας τη "φωτογραφία της στογμής" για το πού βρίσκεται ο πήχης της ελληνικής πλευράς στη διαπραγμάτευση πως: Το σημαντικό είναι να μη φύγω με φέσι (σ.σ απαντώντας στο εάν θα φορέσει γραβάτα πριν ή μετά από τη Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου).

Στις δύο εβδομάδες που απομένουν, η ελληνική κυβέρνηση έχει να τέσσερις ακόμη κρίσιμες μάχες:

1. Την Τρίτη 6 Ιουνίου θα γίνει τηλεδιάσκεψη του EuroWorking Group (EWG). Σε αυτήν θα πρέπει να επικυρωθεί πως η αξιολόγηση έκλεισε και η δόση έρχεται.

2. Στις 8 (ή στις 9) Ιουνίου συνεδριάζει δια ζώσης το  EWG  και από την στάση που θα κρατήσουν οι 19 εκπρόσωποι των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης η Ελλάδα θα λάβει το μήνυμα για το αν οι θεσμοί είναι διατεθειμένοι να πάνε παρακάτω από το πλαίσιο ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκε στο Eurogroup τον Μάιο του 2016.

Το οποίο όμως, όπως υποστηρίζει το ΔΝΤ, δεν δίνει δραστική λύση στο πρόβλημα αλλά περιορίζεται σε επιμήκυνση δανείων και παράταση των περιόδων χάριτος. Εκεί θα ξεκαθαρίσει οριστικά αν υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο για συμφωνία ή, τουλάχιστον, ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

3. Η 15η Ιουνίου μέλλει να αποδειχθεί αν θα είναι η «μαύρη Πέμπτη» για το ελληνικό χρέος. Εκείνη την ημέρα στο Λουξεμβούργο θα «παιχτούν» τα πάντα για την χώρα.

Από τα πρωτογενή  πλεονάσματα και τα μέτρα για το χρέος μέχρι την δόση και την συμμετοχή του ΔΝΤ στο τρίτο μνημόνιο,∙ με ή χωρίς λεφτά.  Για τα πρωτογενή πλεονάσματα, στο Eurogroup της 22ας Μαΐου είχε σχεδόν ξεκαθαρίσει πως η Αθήνα θα πρέπει να επιτυγχάνει 3,5% του ΑΕΠ για την 5ετία 2018-2022.

Για την περίοδο 2023 -2060 η Γερμανία να ζητεί πλεονάσματα της τάξης του 2,2 % ετησίως (από 2,6 % που ζητούσε αρχικά). Το ΔΝΤ δεν δέχεται πάνω από 1,5% του ΑΕΠ, εκτιμώντας ότι ο στόχος για τη βιωσιμότητα του χρέους θα καταστεί μη εφικτός.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος όπως έχουν ως τώρα τα πράγματα, είναι η απαίτηση για πλεονάσματα να συνοδευτεί από μια απλή δήλωση στήριξης της Ελλάδας «αν χρειαστεί» από τους Ευρωπαίους.

Δηλαδή να μην συμφωνηθεί ξεκάθαρα από τώρα πόσα χρόνια επιμήκυνσης θα δοθούν για την αποπληρωμή των δανείων και πόσο θα αυξηθεί η περίοδος χάριτος για την καταβολή των τόκων.

Ωστόσο στο τραπέζι του Eurogroup βρίσκεται ήδη η πρόταση του ESM για 15ετή επιμήκυνση κάποιων δανείων της ευρωζώνης, κάτι πάντως που κρίθηκε ανεπαρκές από το ΔΝΤ. Έτσι, και αν ακόμα συμμετάσχει, δεν θα δώσει χρήματα παρά στο τέλος του προγράμματος το 2018, όταν επανέλθει το ζήτημα όπως συμφωνήθηκε στο Eurogroup του Μαΐου του 2016.

Αν πάλι όλα πάνε στραβά, η κυβέρνηση προσβλέπει και στην Πέμπτη 22 Ιουνίου, όταν θα διεξαχθεί η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ.  Και αν όμως το ελληνικό ζήτημα συζητηθεί σε επίπεδο Συνόδου Κορυφής, δύσκολα θα βρεθεί πολιτική λύση, όπως έχει δείξει η έως τώρα εμπειρία πάντως αφού και σε ακόμα πιο κρίσιμες καταστάσεις (όπως πχ το 2015) οι αποφάσεις παραπέμπονταν και πάλι πάντα στο Eurogroup.