Στέκει ο ήλιος ακίνητος, βασιλιάς,
στην άκρη του ουρανού που δεν δύει.
Η μέρα κρατά σαν αιώνια γιορτή,
και η σκιά υποχωρεί στο σεντούκι.
Οι πέτρες θερμαίνονται σαν προσευχή,
και τα φύλλα σωπαίνουν στο φως τους.
Ο χρόνος ραγίζει, παγώνει η ροή,
σαν ν’ ανοίγει μια πύλη εντός τους.
Γιορτάζουν οι θεοί στο λευκό μεσημέρι,
κι ο κόσμος φορά το παλιό του στεφάνι.
Μα πίσω απ’ το φως, ένα ρήγμα βαθαίνει—
η νύχτα αρχινά να υφαίνει το φθινόπωρο.
@ Γιάννης Παρασκευόπουλος