Το ποίημα της Κυριακής: Ο Δεκέμβριος
Ο Δεκέμβριος κατεβαίνει αθόρυβα σαν σκιά που χαμηλώνει τον κόσμο. Τα πρωινά μυρίζουν καπνό και οι πόλεις ανάβουν φώτα για να θυμηθούν πως δεν χάθη...
Ο Δεκέμβριος κατεβαίνει αθόρυβα σαν σκιά που χαμηλώνει τον κόσμο. Τα πρωινά μυρίζουν καπνό και οι πόλεις ανάβουν φώτα για να θυμηθούν πως δεν χάθη...
Μέσα στη νύχτα, ήρεμη σαν αύρα θαλασσιά, έρχεσαι εσύ, με τα μαλλιά που στάζουν φως βαθιά. Κύμα μακρύ, που πάνω του η σκέψη μου ταξιδεύει, κι η έξυπ...
Στις έξι το ξυπνητήρι χτυπάει σαν σειρήνα, ο ήλιος δεν προλαβαίνει να φανεί. Ο καφές στάζει μηχανικά, οι δρόμοι ανασαίνουν καυσαέριο και βιασύνη. ...
Δεν είναι πια φωτιά — είναι μια στάχτη που θερμαίνει το χέρι, όταν φυσάς να μην σβήσει. Κάποτε έμοιαζε με υπόσχεση, τώρα είναι μια σιωπή που γνω...
Σκορπά το φως του ο ήλιος σαν κερί, στα σύννεφα μαζεύεται η βροχή· οι δρόμοι βγάζουν άχνα το πρωί, κι ο άνεμος μιλάει για σιωπή. Τα φύλλα καφετι...
Ξημέρωσε φως στα βουνά της Ηπείρου, κι ο άνεμος σήκωσε λόγια ιερά· «Όχι!» — φωνή που γεννήθηκε απ’ το τίμιο χείλος, κι έγινε δάφνη και αίμα ξανά. ...
Το πρωί μυρίζει ξύλα και βρεγμένη γη, το τζάκι καπνίζει αργά σαν αναστεναγμός. Η γιαγιά στο κατώφλι ρίχνει καλαμπόκι στις κότες, κι εγώ θυμάμαι τα ...
Δεν έμαθε να σκύβει, ούτε να μετρά τις λέξεις του με φόβο· μίλαγε κι η φωνή του έσπαγε τζάμια, όχι για να τρομάξει, μα για να περάσει φως. Τον ...
Σαν κεχριμπάρι στάζει το φως, τα φύλλα γίνονται στάχτη κι άνεμος· στην άκρη του χρόνου ανάβει η γη κεριά από βροχή και μνήμη. Μυρίζει καπνός, ώρ...
Σαν φίδι που σέρνεται μέσα στο αίμα, φωλιάζει κρυφά, ζητάει εκδίκηση· φωνή που γδέρνει τα σωθικά, μια φωτιά που δεν χορταίνει στάχτη. Κανείς δεν...
Τα δέντρα γδύνονται σιωπηλά και τα φύλλα πέφτουν σαν αργές εξομολογήσεις. Ο αέρας μυρίζει καμένο ξύλο, κι ένα κομμάτι ουρανού γέρνει μέσα στο ποτάμ...
Στην άκρη του ναού, με κεριά που τρεμοσβήνουν, η σκιά σου γυρεύει τη δική μου. Ο έρωτας στάζει σαν δάκρυ απ’ τα βιτρώ, βαθύς, αιώνιος, μα ντυμένο...