Στου ήλιου την ανάσα,
σκάει η γη απ’ τη δίψα.
Και ξάφνου — σπίθα.
Μια λάμψη μικρή
πριν γίνει κατάρα.
Καίγονται πεύκα,
ουρλιάζουν ζώα,
τρέχουν οι άνθρωποι
μ’ ένα λάστιχο,
μια προσευχή,
ένα βλέμμα στον ουρανό
που δεν βρέχει.
Η στάχτη πέφτει
σαν σιωπηλό χιόνι Ιουλίου.
Μα ο άνεμος,
δε συγχωρεί.
Ο χρόνος μετριέται
σε στρέμματα και σιωπές.
Και πάλι,
θα ξαναφυτρώσει ζωή.
Μα πώς να ξεριζώσεις
τη μνήμη του καμένου;
@ Γιάννης Παρασκευόπουλος