«Όχι» στο CERN για παραχώρηση τεχνογνωσίας και εγκατάσταση στη χώρα μας καινοτόμου Μονάδας Ακτινοβολίας Καρκινικών Όγκων, είπε η Ελλάδα, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο σε Βουλγαρία, Αλβανία, Ρουμανία, ακόμη και στο Μαυροβούνιο, να διεκδικούν την εγκατάσταση της μονάδας.
Σημειώνεται πως όποια χώρα αναλάβει την επένδυση, κόστους 100 εκατομμυρίων ευρώ, έχει κατ’ αποκλειστικότητα την χρήση και εφαρμογή της για το σύνολο των κρατών της Βαλκανικής Χερσονήσου, της Βόρειας Αφρικής, και πιθανότατα και της Τουρκίας.
Όπως δήλωσε στο skai.gr ο Ευάγγελος Γαζής, καθηγητής Σωματιδιακής Φυσικής του Μετσόβειου Πολυτεχνείου και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του CERN, η Ελλάδα αρνήθηκε να διεκδικήσει την απόκτηση της τεχνογνωσίας παρά το γεγονός ότι η απόσβεση των 100 εκατομμυρίων ευρώ θα μπορούσε να γίνει εντός πέντε έως έξι ετών, σύμφωνα με το σχέδιο επιχειρηματικότητας που έχουν εκπονήσει το ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος, το ΕΜΠ και η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Στο CERN, επισημαίνει ο καθηγητής του ΕΜΠ, πέραν των διαφόρων προγραμμάτων βασικής έρευνας στην πυρηνική και σωματιδιακή φυσική, έχουν αναπτυχθεί και συνεχώς αναπτύσσονται καινοτόμες εφαρμογές στην Ιατρική για την διάγνωση και καταπολέμηση του καρκίνου.
Και μια τέτοια υποδομή είναι αυτή που αρνήθηκε η Ελλάδα (ιδρυτικό μέλος του CERN, από το 1954), με αποτέλεσμα να την διεκδικούν σήμερα κράτη, που δεν είναι καν αναπληρωματικά μέλη του Οργανισμού CERN, ούτε έχουν το επιστημονικό και τεχνολογικό δυναμικό ώστε να στελεχώσουν και να συντηρήσουν τεχνολογικά και επιστημονικά τέτοιες υποδομές.
Υπoυργείο Παιδείας για CERN: «Ανώριμο εγχείρημα» στην παρούσα φάση
Η ανάπτυξη ενός κέντρου πρωτονικής θεραπείας στην Ελλάδα είναι «ένα εγχείρημα ανώριμο στην παρούσα φάση», αναφέρει ο αναπληρωτής υπουργός Έρευνας και Καινοτομίας, Κώστας Φωτάκης, σε απάντησή του σε δημοσιεύματα περί «Όχι στο CERN», τα οποία εμφανίζουν τον Τομέα Έρευνας και Καινοτομίας του υπουργείου Παιδείας και τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) να ολιγωρούν ή να αδιαφορούν για την ανάπτυξη σχετικής δραστηριότητας στη χώρα.
Όπως αναφέρει ο υπουργός, «το κόστος μιας τέτοιας επένδυσης είναι υψηλό, σε συνδυασμό με το πειραματικό ακόμη στάδιο της αποτελεσματικότητας και της περιορισμένης ευρύτητας εφαρμογών της συγκεκριμένης μεθόδου», ειδικά «αν ληφθεί υπόψη ότι στις συνήθεις και κατά πολύ οικονομικότερες ακτινοθεραπείες έχουν ήδη σημειωθεί σημαντικές βελτιώσεις στον περιορισμό των παρενεργειών».
Ο Κώστας Φωτάκης επισημαίνει ότι η Ελλάδα από την αρχή της συζήτησης για την ενδεχόμενη εγκατάσταση στο Μαυροβούνιο της υποδομής με τεχνογνωσία του CERN, παρακολουθεί στενά το εγχείρημα και συμμετέχει σε όλες τις συναντήσεις στο πλαίσιο καλής γειτονίας και περιφερειακού συντονισμού.
Ακόμα, τονίζει ότι το απαιτούμενο κόστος εγκατάστασης επιχειρείται να προέλθει από ειδικούς πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απευθύνονται στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και δεν έχουν ακόμη εξασφαλιστεί.
Ο υπουργός επισημαίνει ότι η έρευνα και η εφαρμογή νέων τεχνολογιών στην Υγεία αποτελεί τομέα υψηλής προτεραιότητας για το υπουργείο, που έμπρακτα προωθεί την ανάληψη σχετικών πρωτοβουλιών, όπως η εμβληματική Δράση για τη δημιουργία Εθνικού Δικτύου Ιατρικής Ακριβείας με έμφαση στην Ογκολογία.
Τέλος, αναφέρει ότι «τέτοιου είδους πιέσεις για τη διαμόρφωση επιστημονικών επιλογών, μέσω της δημιουργίας θορύβου στον Τύπο, είναι όχι μόνο αντιδεοντολογικές και αντιεπιστημονικές, αλλά συχνά υποκρύπτουν τακτικισμούς εξυπηρέτησης προσωπικών φιλοδοξιών που υποκινούνται από ιδιοτελή κίνητρα».
Διαψεύδει η ΓΓΕΤ την απόρριψη πρότασης του CERN
«Η Ελλάδα δεν έχει απορρίψει πρόταση του CERN για τη δημιουργία Κέντρου Πρωτονικής Θεραπείας για καρκινοπαθείς στην Ελλάδα, ούτε υπάρχει κάποια σχετική μελέτη από ΑΕΙ ή ερευνητικά κέντρα της χώρας μας για τη δημιουργία μιας τέτοιας εγκατάστασης στη χώρα μας».
Αυτό αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ), που κάνει λόγο για «δημοσιεύματα τα οποία δυστυχώς ξεκίνησαν από κακώς πληροφορημένους επιστήμονες, οι οποίοι με ανυπόστατους ισχυρισμούς ομιλούν για απόρριψη εκ μέρους της Πολιτείας» και για «επώνυμους επιστήμονες που ομιλούν δημοσίως από ό,τι φαίνεται αποκλειστικά για προσωπικές τους στρατηγικές».
Η ΓΓΕΤ διευκρινίζει ότι η συζήτηση αφορά στη δημιουργία ενός επιταχυντή και υποδομών για τη χρήση δέσμης πρωτονίων και άλλων θετικώς φορτισμένων σωματιδίων στα Δυτικά Βαλκάνια, με σκοπό τη θεραπεία καρκινικών όγκων και με βάση τεχνογνωσία του CERN στους επιταχυντές.
Η πρωτοβουλία, που ξεκίνησε πέρυσι από την κυβέρνηση του Μαυροβουνίου, περιλαμβάνει την ίδρυση Διεθνούς Ινστιτούτου Νοτιοανατολικής Ευρώπης για Βιώσιμες Τεχνολογίες ("South East European International Institute for Sustainable Technologies"-SEEIIST) με αυτό το αντικείμενο. Στην πρωτοβουλία του Μαυροβουνίου συμμετέχουν Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, ΠΓΔΜ, Σερβία και Σλοβενία.
Όπως επισημαίνει η ΓΓΕΤ «τη στιγμή αυτή, υπάρχει ως δεδομένο μόνο δήλωση προθέσεων εκ μέρους των ανωτέρω χωρών, ενώ δεν υπάρχουν ακόμη συγκεκριμένα στοιχεία για την προτεινόμενη νομική μορφή, την έδρα, τη χρηματοδότηση ή τη διαδικασία σύστασης του εν λόγω ινστιτούτου. Επίσης, δεν υπάρχουν ούτε οι αναγκαίες μελέτες σκοπιμότητας και βιωσιμότητας, με δεδομένο το υψηλό κόστος μιας τέτοιας εγκατάστασης και της μετέπειτα λειτουργίας. Η συνολική επένδυση εκτιμάται στα 140-170 εκατομμύρια ευρώ».
Η ΓΓΕΤ υπογραμμίζει ότι το εγχείρημα ευρίσκεται ακόμα σε προπαρασκευαστικό στάδιο, κατά το οποίο γίνονται ενέργειες κυρίως εκ μέρους του Μαυροβουνίου και της Βουλγαρίας, καθώς και συναντήσεις εμπειρογνωμόνων, στις οποίες μετέχει και το CERN.
Ακόμα, γίνονται ενέργειες για την εξεύρεση πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενδεχομένως μέσω ερευνητικών κονδυλίων από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία που είναι διαθέσιμα για τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων, αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχει καμία διασφάλιση των απαιτούμενων πόρων.
Το υπουργείο Παιδείας και η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) παρακολουθούν το εγχείρημα από την αρχή, στο πλαίσιο της καλής γειτονίας και της ενίσχυσης της περιφερειακής συνεργασίας σε θέματα έρευνας και τεχνολογίας, σε συνεργασία με τους εθνικούς εκπροσώπους στο CERN, την ερευνητική κοινότητα και το υπουργείο Εξωτερικών, συμμετέχοντας σε όλες τις περιφερειακές συναντήσεις.
Η ΓΓΕΤ τονίζει ότι, όσον αφορά την ακτινοθεραπεία πρωτονίων «είναι μια υψηλού κόστους μέθοδος ακτινοβόλησης καρκινικών όγκων με πρωτόνια, που εφαρμόζεται στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων τύπων καρκίνου. Η αποτελεσματικότητα της μεθόδου σε άλλους τύπους καρκίνου ευρίσκεται υπό συζήτηση».
Ανασταλτικό παράγοντα στην ευρεία χρήση της εν λόγω θεραπείας αποτελούν οι υψηλές τεχνικές και οικονομικές απαιτήσεις σε υποδομές και εγκαταστάσεις, τόσο κατά τη κατασκευή τους, όσο και κατά τη λειτουργία, καθώς τα λειτουργικά έξοδα υπολογίζονται σε περίπου ένα εκατ. ευρώ ετησίως. Για τους λόγους αυτούς, κατά τη ΓΓΕΤ, υπάρχει διεθνώς έντονη κινητικότητα στην επιστημονική και επιχειρηματική κοινότητα για την αντικατάσταση της θεραπείας αυτής με άλλες μεθόδους.
Ακολουθήστε το Lykavitos.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις