«...Ελάχιστοι από τους Ευρωπαίους που τελειώνουν το σχολείο γνωρίζουν τι μπορεί να σημαίνει η κατάρρευση του ποσοστού παραγωγικότητας. Όμως το γεγονός αυτό είναι σημαντικό και θα έπρεπε για κάθε χώρα – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης να γίνει μείζον στόχος, γιατί αφορά όλα τα γρανάζια της οικονομίας...». Αυτά υποστηρίζει ο Μισέλ Ελίν, παλαιό στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και σήμερα τακτικός αρθρογράφος στον ευρωπαϊκό οικονομικό τύπο.
Του Aθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου
«...Η τάση για επιβράδυνση της παραγωγικότητας της εργασίας είναι μια μακροχρόνια τάση σε όλη τη Δύση. Και είναι ανησυχητικές οι τάσεις στη ζώνη του ευρώ...», συνεχίζει.
Και μάλλον δεν έχει οδικό ο συνομιλητής μας. Σύμφωνα με υπολογισμούς του τμήματος ερευνών της Natixis Bank, στην ευρωζώνη, η παραγωγικότητα εργασίας μειώνεται συνεχώς. Κατά την περίοδο 1970-1979, ο δείκτης έφτασε το 3,1% μεταξύ 1980 και 1989 το ποσοστό μειώθηκε στο 1,7%. από το 1990 έως το 1999, κορυφώθηκε στο 1,6%, μεταξύ 2000 και 2009, έμεινε από ατμό στο 0,4%, από το 2010 έως το 2022 ανακτά μικρά χρώματα καταγράφοντας βαθμολογία 0,7%. Αυτή η σειρά οδηγεί σε ένα μεγάλο ερώτημα σχετικά με τη δομική ή κυκλική διάσταση των παρατηρούμενων τάσεων.
Κατά το γνωστό Αμερικανό οικονομολόγο Ρόμπερτ Γκόρντον, στη Δύση η παραγωγικότητα δύσκολα θα ανακάμψει, γιατί η παραγωγή συγμκεκριμένων διαρκών και ημιδιαρκών αγαθών έχει κορεσθεί. Πόσα αυτοκίνητα και πόσα ψυγεία μπορεί να έχει ένα κοικοκυριό, αναρωτιέται ο Ρ. Γκόρντον.
Όμως ο συνάδελφός του Ερίκ Αγιέ διαφωνεί με την παρατήρησή του και την απαισιοδοξία του. «...Η κάμψη της παραγωγικός», λέει, «...είναι προσωρινή, συγκυριακή και ανατρέψιμη». Το μεγάλο πρόβλημα της Δύσης και ειδικότερα της Ευρώπης, «είναι το έλλειμμα δυναμισμού και καινοτομίας που παρατηρείται».
Ένα έλλειμμα όμως που έχει πλέον ποικίλες διαστάσεις και στο οποίο σίγουρα έπαιζε ρόλο στη διαμόρφωσή του και η πανδημία του Covid-19 το 2020. Αυτός είναι και ο λόγος που σήμερα, αρκετοί παρατηρητές επισημαίνουν ότι η Ευρώπη πρέπει να δει με μεγάλη προσοχή και ίσως σχολαστικότητα το θέμα της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ).
Διότι, ως γνωστόν από την πλούσια βιβλιογραφία που ήδη κυκλοφορεί, η ταχύτατη ανάπτυξη και διάδοση εφαρμογών της τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ) έχει δημιουργήσει πολλές προσδοκίες για σημαντική συμβολή της στην παραγωγικότητα της εργασίας, η οποία χωλαίνει στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια. Αν η τεχνητή νοημοσύνη οδηγήσει πράγματι σε ικανοποιητικούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας, θα βοηθούσε ιδιαίτερα την ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με μία σειρά σημαντικών προκλήσεων, από την ατελή ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς της και τη γήρανση του πληθυσμού έως τις αυξημένες δαπάνες για την άμυνα και την πράσινη μετάβαση.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ, με τίτλο: «Πώς η Ευρώπη μπορεί να εξασφαλίσει το μέρισμα ανάπτυξης από την ΑΙ», ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητα της εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει απαραιτήτως να ανακάμψει.
Ο αντίκτυπος της τεχνητής νοημοσύνης στην παραγωγικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας έχει βρεθεί στο επίκεντρο αναλύσεων και από άλλους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς και αναλυτές το τελευταίο διάστημα.
Σε ομιλία που έκανε πριν από δύο εβδομάδες η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, με τίτλο: «Η δύναμη μετασχηματισμού της ΑΙ: Η ώρα της Ευρώπης να δράσει», αναφέρθηκε στο θέμα αυτό και ο ΟΟΣΑ, στην εξαμηνιαία έκθεση του (Economic Outlook) για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, εστίασε στην ανάγκη να υπάρχει ένα ευέλικτο ρυθμιστικό πλαίσιο για την αξιοποίηση της ΑΙ και γενικότερα της ψηφιοποίησης.
Τόσο το ΔΝΤ όσο και η κ. Λαγκάρντ τόνισαν ότι τα οφέλη για την παραγωγικότητα από την τεχνητή νοημοσύνη θα εξαρτηθούν από το αν και πόσο γρήγορα θα κινηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση για να ολοκληρώσει την εσωτερική αγορά της, υλοποιώντας πολιτικές που συζητούνται πολλά χρόνια χωρίς να έχουν ακόμη τελεσφορήσει, όπως είναι η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Κεφαλαιαγορών και μίας αποτελεσματικής εσωτερικής αγοράς ενεργείας που θα μειώσει το ενεργειακό κόστος.
Οι ατέλειες της ευρωπαϊκής αγοράς είναι άλλωστε και ένας βασικός λόγος για τη μείωση της παραγωγικότητας στην Eυρωπαϊκή Ένωση τα τελευταία χρόνια και την υστέρησή της στον τεχνολογικό τομέα.
Μία ενιαία ευρωπαϊκή κεφαλαιαγορά θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει τις μεγάλες επενδύσεις που χρειάζονται για τη δημιουργία νέων εφαρμογών και των data centers που τις τροφοδοτούν, ενώ η ενεργειακή επάρκεια και διαθεσιμότητα σε προσιτές τιμές χρειάζεται επειδή τα data centers απαιτούν μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας.
Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα που επίσης έχει να αντιμετωπίσει η Ευρώπη, είναι αυτό της αμερικανικής πολιτικής απέναντί της. Η προεδρία Τράμπ είναι σαφώς εχθρική απέναντι στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και η εχθρότητα αυτή, κατά την εκτίμησή μας, δεν πρόκειται να αλλάζει πολύ από τον προσεχή αντικαταστάτη του σημερινού προέδρου.
Αυτό σημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να βρει λύσεις στα αμυντικά της θέματα, γιατί γύρω της δεν έχει τους καλύτερους γείτονες. Επίσης, με συνολικό δημόσιο χρέος σχεδόν 90% του ΑΕΠ της και δαπάνες κοινωνικής προστασίας όχι μακρυά από το 32%, η Ένωση δεν έχει πλέον περιθώριο αύξησης των κοινωνικών δαπανών, με ετήσια ανάπτυξη 1,2% που είναι ο σημερινός μέσος όρος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, αργά ή γρήγορα, θα πρέπει να αναμένεται μια σοβαρή κρίση προσαρμογής στην Ένωση, η οποία δυστυχώς, δεν αντιμετωπίζεται με κριτήρια των δικαστών του 1980 και του 1990. Η στρατηγική επανατοποθέτηση στον σημερινό πολυπολιτικό κόσμο απαιτεί ηγέτες με διορατικότητα και φαντασία. Είδος μάλλον εν ανεπαρκεία στη σημερινή Ένωση.
Ακολουθήστε το Lykavitos.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις