Πέμπτη
18 Δεκεμβρίου 2025

«Ιθάκη»: Ο πρόλογος στο βιβλίο του Τσίπρα, η αλήθεια, η πολιτική κι η Ιστορία

Το βιβλίο με τον τίτλο «Ιθάκη» που αναμένεται προς το τέλος του μήνα -και σε ηχοακουστική έκδοση- υπηρετεί πρωτίστως τις επιδιώξεις του συγγραφέα του. Είναι ο μόνος που το χρειάζεται αυτή τη στιγμή

«Αυτές είναι οι αρχές μου. Αν δεν σας αρέσουν, έχω και άλλες».

Γκράουτσο Μαρξ

Το βιβλίο με τον τίτλο «Ιθάκη» που αναμένεται προς το τέλος του μήνα -και σε ηχοακουστική έκδοση- υπηρετεί πρωτίστως τις επιδιώξεις του συγγραφέα του. Είναι ο μόνος που το χρειάζεται αυτή τη στιγμή. Για να πλασάρει τον εαυτό του ως κάτι άλλο από αυτό που ήταν ως τώρα και να επανεκκινήσει την προσωπική σταδιοδρομία του στο δημόσιο βίο. Τόσο απλό.

Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος

Το εξώφυλλο σηματοδοτεί το είδος της επανεκκίνησης. Η ρετουσαρισμένη φωτογραφία του Αλέξη Τσίπρα συνδυάζεται με το βαθύ μπλε. Ποιο κόκκινο της Αριστεράς, της σύγκρουσης και της ανατροπής; Πού είσαι νιότη μου…

Ασφαλώς τα βιβλία κρίνονται κυρίως από το περιεχόμενό τους. Προς το παρόν για το συγκεκριμένο, γνωρίζουμε μόνο τον πρόλογο, που απελευθερώθηκε ήδη τροχιοδεικτικά. Διαφημίσθηκε, επιτυχώς, με τεχνικές μάρκετινγκ που δείχνουν το βάρος που αποδίδει ο συγγραφέας στο βιβλίο και οι χορηγοί της καμπάνιας, στον συγγραφέα.

Το κείμενο προδιαθέτει μάλλον αρνητικά. Για να χρησιμοποιήσουμε, με το συμπάθιο, μια αγοραία έκφραση: πολύ μπαλαμούτι. Πιο ευγενικά: φλύαρη αυτό παρουσίαση προθέσεων και εξηγήσεων, που δεν ζητάει κανείς στις μέρες μας.

Είναι ένα κείμενο που απευθύνεται σε εθνικό ακροατήριο, χωρίς λόγο. Οι φίλοι του δεν το χρειάζονται και οι αντίπαλοί του δεν θα το λάβουν υπόψη. Αλλά άλλος είναι ο πραγματικός στόχος του.

Ως Πρωθυπουργός ο Τσίπρας δεν έχει να απολογηθεί σε κανέναν καλοπροαίρετο πολίτη για τα Μνημονιακά. Παρέλαβε τη χώρα, χρεοκοπημένη σε διεθνή οικονομικό έλεγχο και την παρέδωσε εκτός Μνημονίου και με διαχειρίσιμη οικονομια.

Είναι όμως υπόλογος στη Δημοκρατική παράταξη. Στο συλλογικό ιστορικό υποκείμενο που έδωσε αέρα στα πανιά του από το 2012, τον ανέδειξε στην Πρωθυπουργία το 2015 και τελικά οι χειρισμοί του το ακυρώσαν ως κυβερνώσα δύναμη.

Μαζί με τη διάλυση του κόμματός του, που στον πρόλογο αντιμετωπίζεται σαν κάτι διαφορετικό από τον ίδιο. Ίσως γιατί στο βιβλίο αποφεύγει τις πολλές πονεμένες ιστορίες που εξελίχθηκαν στην Κουμουνδούρου και τα πέριξ.

Στον πρόλογο η αιτιολόγηση των κινήτρων της συγγραφής, είναι υπερβολική. Χωρίς καν αντιστοιχία με τα γεγονότα κάθε περιόδου: Πχ λέει: «Όταν το 2008 ανέλαβα την ηγεσία ενός μικρού κόμματος της Αριστεράς, σε ηλικία μόλις 34 ετών, πολλοί μιλούσαν για ένα άλμα στο κενό».

Όχι και τόσο ακριβές. Ποιο «δίχτυ ασφαλείας που ήξερε ότι δεν υπήρχε αν έπεφτε»; Πήρε απλώς ένα κόμμα που έκανε αγώνα σε κάθε εκλογή να μπει στη Βουλή και έτσι το κράτησε. Τα μεγαλεία ήλθαν πολύ αργότερα και όχι αποτέλεσμα της δικής του πολιτικής δράσης.

Αν πράγματι ο ιδιος έβλεπε την ηγεσία που ανέλαβε – με επιλογή του Αλέκου Αλαβάνου- «ως πράξη αναγκαία, όχι μόνο για μένα προσωπικά, αλλά και για μια γενιά ανθρώπων που έψαχνε φωνή, που ένιωθε ότι ο διαμορφωμένος πολιτικός χάρτης δεν τη χωρούσε»- δεν τα πήγε και πολύ καλά: στις πρώτες εκλογές του, ο ΣΥΡΙΖΑ ήλθε πέμπτο κόμμα με 4,6%- κάτω και από τον ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη.

Τώρα χρωματίζει εκείνη την περίοδο με τις μπογιές της μνημονιακής καταιγίδας- σαν να ήταν δυνατό να την είχε προβλέψει ως εξέλιξη και ήταν έτοιμος να τη διαχειριστεί. Να ‘ναι καλά οι κυβερνήσεις Καραμανλή που τα έκαναν μαντάρα και ο Γ. Παπανδρέου που έχασε τον μπούσουλα…

Η ανάληψη της διακυβέρνησης το 2015 -όχι βέβαια με τις ψήφους της Αριστεράς, αλλα της Δημοκρατικης παράταξης που τον κράτησε όρθιο και το 2019- δεν ήταν «έφοδος στον ουρανό». Ήταν η μετακίνηση των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, ακόμη και αν δεν πίστευαν σε αποτελέσματα που δεν μπορούσαν να υπάρχουν, όπως τα υποσχέθηκε.

Ο ίδιος λέει: «Ένιωθα να κουβαλώ στις πλάτες μου τα φαντάσματα των αδικαίωτων αγώνων του χθες, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς που τόλμησε να πιστέψει ότι τα πράγματα μπορούσαν να αλλάξουν…». Δεν ήταν ακριβώς έτσι με το χθες.

Ούτε η εκλογική νίκη του προέκυψε επειδή ο λαός «τόλμησε να διεκδικήσει αξιοπρέπεια, παραβιάζοντας τους κανόνες, που είχαν επιβληθεί όχι για να προστατεύουν τους αδύναμους, αλλά για να διασφαλίζουν τη μονιμότητα της δύναμης των ισχυρών».

Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα απλώς δεν μπορούσε να δανειστεί. Επειδή κανείς δεν πίστευε ότι μπορεί να αποπληρώσει- και δεν είχε πολιτικές ηγεσίες να πάρουν μέτρα που θα ανέστρεφαν την κατάσταση- παρότι γι’ αυτό έγιναν οι εκλογές του 2004.

Η μετακίνηση, όπως επιχειρείται στον πρόλογο του βιβλίου, σε σφαίρες φαντασιακής εκκίνησης μιας πορείας για ριζοσπαστικές αλλαγές δεν υπηρετεί την αλήθεια. Εξάλλου ο ίδιος ο Τσίπρας, με τον Καμμένο ως -αναγκαστικό- εταίρο του, δεν θα μπορούσε να προχωρήσει σε θεμελιακές ανατροπές. Η υπόθεση της Εκκλησίας το απέδειξε…

Δεν ξέρουμε ποιοι τον «προέτρεπαν να αποφύγει την ευθύνη, να τη μεταθέσει σε άλλους για να παραλάβει ως ώριμο φρούτο μια χώρα απολύτως εξαντλημένη», αλλά ο ίδιος «δεν δείλιασε». Προφανώς εννοεί ότι απέτρεψε την εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας, προκαλώντας εκλογές.

Αλλά το ίδιο δεν είχε κάνει και ο Γ. Παπανδρέου νωρίτερα; Πρώτα καταψήφισε τον Παπούλια για να πάρει την κυβέρνηση και μετά τον ψήφισε. Δεν αποδείχθηκε σοφή ιδέα, ούτε στη μια ούτε στην άλλη περίπτωση.

Οι -σε πολλά σημεία του προλόγου- ηρωικές ή σχεδόν «μελό», αναφορές σε επιλογές σύγκρουσης με τους «ισχυρούς» της Ευρώπης, είναι προσφορά άλλοθι στις κυβέρνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ όσους έφτασαν τη χώρα στη χρεοκοπία- αφού έφαγαν τα λεφτά και σπατάλησαν τους πόρους σε λάθος επιλογές.

Η δουλειά του Τσίπρα από τη στιγμή που εξασφάλισε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δεν ήταν ασφαλώς να καταργήσει μια κι έξω το Μνημόνιο, ή να …διαγράψει το ελληνικό χρέος- κατά τους προεκλογικούς θρύλους του. Ήταν να συνεχίσει τη διαπραγμάτευση από εκεί που την παρέλαβε, με καλύτερα αποτελέσματα, αν μπορούσε.

Αυτό ήταν στο τραπέζι. Όχι «έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της χώρας του αλλά και στην υπόθεση της κοινωνικής δικαιοσύνης, επιδιώκοντας με όλη τη φλόγα της ψυχής του, και με την τελευταία ικμάδα των δυνάμεών του, μια καλύτερη μοίρα για αυτόν τον βασανισμένο λαό».

Έλεος- μόνο βασανισμένος δεν ήταν ο λαός τα χρόνια που δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις της χρεοκοπίας.

Το πολιτικό κόστος που πλήρωσε ο ίδιος στις εκλογές δεν προήλθε πρωτίστως από την μνημονιακή πολιτική -στην οποία προσαρμόσθηκε. Οφείλεται και στο σύστημα διακυβέρνησης που εγκατέστησε. Δεν είχε την πολιτική επάρκεια να κεφαλαιοποιήσει την έξοδο από το Μνημόνιο και να συνεχίζει.

Στον πρόλογο της «Ιθάκης» η εμβάπτιση του πολιτικού και ιστορικού λόγου στο συναίσθημα, ο υποκειμενισμός στην αφήγηση και ο περιορισμός του απολογισμού σε ένα πρόσωπο -τον συγγραφέα- είναι προσεγγίσεις ενδεχομένως θεμιτές, αλλά χωρίς ευρύτερο ενδιαφέρον.

Δεκαπέντε χρόνια από την Ιθάκη για την οποία ξεκίνησε ο Γ. Παπανδρέου από το Καστελόριζο, και επτά από τη λήξη της μνημονιακής περιόδου, το θέμα δεν είναι αν έχει ακουστεί η φωνή του τότε πρωταγωνιστή -και συνεπώς δικαιούται να ακουστεί, παρότι ουδείς τον εμπόδισε να το κάνει νωρίτερα.

Είναι η εμφανής προσπάθεια του σημερινού Τσίπρα να επαναδιατυπώσει – δια της προσωπικής μαρτυρίας- το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του. Για τα δυο πρώτα δύσκολο- με την έννοια ότι έχει ήδη κριθεί. Για το τρίτο «θα δείξει η ζωή», που θα έλεγε και ο Χαρ. Φλωράκης.

Προς το παρόν, το βιβλίο δεν φαίνεται ικανό να δεχτεί μια αλήθεια: ως Πρωθυπουργός πέτυχε σε αρκετά, ως Παραταξιάρχης, απέτυχε σε όλα, ως αρχηγός κόμματος υπήρξε τραγικός.

Ο πρόλογος του βιβλίου, προσπαθεί να αναδείξει ότι υπάρχει τομή στο πριν και το μετά της πολιτικής υπόστασης του συγγραφέα. Ο σύμβουλός του Ν. Μαραντζίδης μάλιστα ισχυρίζεται στις συνεντεύξεις του: «Ο Αλέξης Τσίπρας του αύριο θα είναι κάτι διαφορετικό σε σχέση με τον Αλέξη Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ του 2015». Άγνωστο πως το συμπεραίνει. Όπως άγνωστο είναι από πού του προκύπτουν οι ανοησίες ότι δεν υφίσταται πλέον ο άξονας Αριστερά -Δεξιά και οι ανιστόρητες και εντελώς αναντίστοιχες συγκρίσεις, με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, και τον Ανδρέα Παπανδρέου, που έφυγαν ηττημένοι, αλλά επέστρεψαν, τροπαιοφόροι. Ίσως είναι τμήμα του μάρκετινγκ.

Όσο καλές και αν ήταν -που ήταν- οι προθέσεις του πρώην προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, δεν συνιστούν νομιμοποίηση που δημιουργεί «δικαίωμα» να ξαναγράψει την Ιστορία- με μόνο εργαλείο την ερμηνεία που κάνει ο ίδιος – κυρίως για ίδια χρήση.

Απαιτούνται και ντοκουμέντα, πέρα από αναφορές του τύπου: «Όταν όλα σφίγγουν σαν μέγγενη γύρω σου, η λογική και το συναίσθημα μοιάζουν ανεπαρκή. Δεν αρκεί να υπολογίσεις τα δεδομένα ή να ακούσεις την καρδιά σου». Η πρωθυπουργία δεν είναι συλλογικός θεσμός, όπως έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά η διακυβέρνηση είναι – και σ’ αυτό υστέρησε….

Μιλαέι σαν να μην άφησε τη διαπραγμάτευση στον Βαρουφάκη, την παραγωγή πλούτου στον Λαφαζάνη την Κοινοβουλευτική διαδικασία στην Κωνσταντοπούλου, το κράτος στον Παππά, και την περιφέρεια Αττικής στη Δούρου μετά το Μάτι. Ή να μην ανέχθηκε τον δημόσιο λόγο του Πολάκη να μην έφτασε στον Κασσελάκη και τις κομματικές αμοβαδοποιήσεις.

Αν δεχθούμε ότι πράγματι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να πει τη δική του αλήθεια, το παρελθόν δεν αλλάζει. Όσο και αν -στον πρόλογο του βιβλίου τουλάχιστον- το πασπαλίζει με συναισθηματισμούς, επικλήσεις για ηθικά διλήμματα και προσωπικούς κώδικες.

Αυτά ενδιαφέρουν περισσότερο τον εξομολόγο του και σχεδόν καθόλου την Ιστορία, ή τους ψηφοφόρους. Δεν κρίνεται με βάση τις προθέσεις του, αλλά με βάση τα συνολικά πραγματικά περιστατικά πριν, κατά και μετά τη διακυβέρνησή του.

Δεν έγραψε Ιστορία, στο βαθμό που απλώς έκανε ό,τι και οι προηγούμενοι, σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή μιας κοινοτικής χώρας. Στις Πρέσπες έγραψε..

Όποιος του γύρισε την πλάτη το 2019, ή το 2023, δεν πρόκειται μόλις διαβάσει το βιβλίο να πει: «αν ήξερα αυτά που λέει, θα τον ψήφιζα». Δεν κρινόταν μόνο ο ίδιος, όπως θέλει να υποβάλει στον πρόλογό του. Κρινόταν όλο το «πακέτο ΣΥΡΙΖΑ» – με τους ανθρώπους που ο ίδιος επέλεξε και καθοδηγούσε.

Αν η συγκινητική αφήγηση- στον πρόλογο τουλάχιστον- απευθύνεται σε συγκεκριμένα συναισθήματα των ανθρώπων, δύσκολα θα τους αλλάξει γνώμη. Αν απευθύνεται στην εμπειρία και τη λογική τους, ίσως τους ενοχλήσει κιόλας – όταν σε έναν πολιτικό απολογισμό διαβάσουν: «Υπάρχουν στιγμές στη ζωή που φτάνεις σ’ έναν κόμπο» – και ο ίδιος θέλησε να τον ξεπεράσει… Δεν ήταν προσωπική υπόθεση…

Όπως θα ενοχλήσει ο αντιευρωπαϊσμός που υπολανθάνει στην αφήγηση. Ο πρωταγωνιστής παραβλέπει ότι η Ελλάδα ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ανειλημμένες υποχρεώσεις.

Ένας Πρωθυπουργός δεν καλείται να εκδηλώσει τον ψυχικό του κόσμο, να διαχειριστεί τους δισταγμούς του και να τεστάρει την αντοχή του. Καλείται να υλοποιήσει το πρόγραμμα με το οποίο κέρδισε τις εκλογές – και από αυτό κρίνεται.

Με όρους σαν αυτούς που επικαλείται για τον εαυτό του σήμερα ο Τσίπρας, ο Γ. Παπανδρέου θα είχε όλο το δίκιο με το μέρος του: νίκησε υποσχόμενος παροχές και μετά δικαιολόγησε ότι έφταιγαν οι προηγούμενοι που πήγε τη χώρα σε διεθνή οικονομικό έλεγχο. Διέλυσε το ΠΑΣΟΚ και μετά πήγε να το αντικαταστήσει, με διάσπαση και νέο κόμμα.

Ο Τσίπρας ζήτησε τρεις φορές το 2015 τη λαϊκή εντολή και την πήρε. Με εντελώς διαφορετικά συμφραζόμενα κάθε φορα. Για ποια από τις τρεις εντολές μιλάει στο βιβλίο;

Η μεταφορά της πλήρους ευθύνης σε οσους βρισκόταν από τη άλλη πλευρά του τραπεζιού των διαπραγματεύσεων, είναι μόνη η μια πλευρά του νομίσματος..

Η αλήθεια είναι ότι πολλοί θέλουν τον Τσίπρα «και κερατά και δαρμένο» και αυτό τον αδικεί: δεν χρεοκόπησε ο ίδιος τη χώρα, δεν την οδήγησε αυτός στο Μνημόνιο -αντίθετα την έβγαλε- και δεν επέτρεψε στον διάδοχό του να ισχυριστεί ότι του παρέδωσε καμένη γη.

Αλλά αυτό αφορά τον Πρωθυπουργό Τσίπρα. Ο παραταξιάρχης παρέδωσε όμως καμένη Παράταξη.

Οι δημοκρατικοί πολίτες που τον εμπιστεύτηκαν, όταν απογοητεύτηκαν από τις ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ, συνειδητοποίησαν ότι δεν είχε επάρκειες, ούτε βιωματική επαφή με τη διαδρομή της.

Σήμερα δεν μπορεί να τα αποκτήσει με τον «ποιητικό» λόγο και τις λυρικές αναφορές στον πρόλογο ενός βιβλίου, που προορίζεται για την αναστήλωσή του στην κεντρική πολιτική σκηνή.

Οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες και οι αναφορές σε ιδεολογικούς κώδικες, αγγίζουν ενδεχομένως κάποιες ευαισθησίες στην κοινωνία, αλλά δεν προσθέτουν κάτι στην ιστορική αξιολόγηση. Όλοι γνωρίζουν ότι παρέλαβε τη χώρα δημοσιονομικά ημιθανή και διεθνώς απαξιωμένη και την ανάστησε.

Γνωρίζουν όμως και ότι παρέλαβε όμως και τη Δημοκρατική παράταξη νικηφόρα και την άφησε ημιθανή. Οι συμπεριφορές των κυβερνήσεών του και των συνεργατών του, την κατέστησαν εύκολη λεία στον Νεομητσοτακισμό και «χλεύη των ηττημένων». Θα υπάρχουν σχετικές αναφορές στο βιβλίο;

Προκρίνει ότι αναμετρήθηκε με ανήμερα ανθελληνικά και αντιλαϊκά θηρία. Αλλά δεδομένου ότι η δική του επιδίωξη ήταν ανεφάρμοστη, θα ήταν πιο αξιόπιστος σήμερα αν επαναλάμβανε αυτό που είπε παλιότερα: «Υπήρξαμε αιθεροβάμονες, αλλά όχι ανέντιμοι».

Κατά δήλωσή του, το βιβλίο γράφτηκε από την «αίσθηση μιας εσωτερικής υποχρέωσης»: την ανάγκη της μαρτυρίας. Η διακυβέρνηση τον άλλαξε: «Το 2019, δεν ήμουν ο ίδιος…» Προφανώς δεν ήταν ίδιος – για τους λόγους που αναφέρει. Αλλά δεν ήταν και άλλος- όπως φάνηκε στη συνέχεια.

Όσα αναφέρει στο βιβλίο του θα κριθούν, ως υλικό που μπορεί να συνεισφέρει στην αλήθεια, στην πολιτική και στην Ιστορία. Αλλά ο πρόλογος απέχει πολύ από αυτό.

Ο Ομηρικός Οδυσσέας έφτασε κάποια στιγμή στην Ιθάκη, αλλά ήταν πλέον στραπατσαρισμένος, κανείς από όσους ήταν δίπλα του δεν είχε διασωθεί και η κατάσταση που βρήκε ήταν απογοητευτική.

Αν και ο Τσίπρας βλέπει τον εαυτό του ως «άνδρα πολύτροπον» που -για να συνεχίσουμε με τη μετάφραση του Μαρωνίτη: «βρέθηκε ως τα πέρατα του κόσμου να γυρνά, αφού της Τροίας πάτησε το κάστρο το ιερό, γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές, κι έζησε, καταμεσής στο πέλαγος, πάθη πολλά που τον σημάδεψαν….», ίσως πρέπει να αρκεστεί στον Καβάφη: η Ιθάκη του έδωσε το ωραίο ταξίδι…

Ακολουθήστε το Lykavitos.gr στο Google News
και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις


Διαβάστε ακόμη

Πάλι οι αγρότες…

Δεν είναι η πρώτη φορά που κείμενό μου εμφανίζεται κάτω απο τον παραπάνω τίτλο. Διότι δεν είναι η πρώτη φορά που η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει αντίστοιχο πρόβλημα κινητοποιήσεω...

Φόρτωση άρθρων...