Σε άτυπη προεκλογική περίοδο μπαίνουν πλέον τα κόμματα με τους πολιτικούς αρχηγούς να εξετάζουν προσεκτικά τις κινήσεις της επόμενης μέρας με φόντο τις κάλπες που όπως όλα δείχνουν θα στηθούν προς το τέλος της τετραετίας.

Το ΚΙΝΑΛ και η άνοδος που καταγράφει σε όλες τις μετρήσεις έχει αλλάξει άρδην τα δεδομένα και επηρεάζει τη στρατηγική τόσο της Νέας Δημοκρατίας, όσο και του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς είναι πολύ πιθανόν να διαδραματίσει ρυθμιστικό ρόλο στις επόμενες κρίσιμες εκλογές.

Την ίδια ώρα, το ενδιαφέρον εστιάζεται από όλες τις πλευρές στη μάχη του Κέντρου, καθώς η επίμαχη δεξαμενή ψηφοφόρων αναμένεται να κρίνει πολλά για το τελικό αποτέλεσμα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης που πέτυχε το 2019 να αλώσει κυριολεκτικά το μεταρρυθμιστικό χώρο, εμμένει στη στρατηγική της διεύρυνσης και ακολουθεί πορεία με στοχευμένες κινήσεις, χωρίς να αλλοιώνει το προφίλ της σημερινής Νέας Δημοκρατίας που έχει γίνει ελκυστικό και για ψηφοφόρους άλλων παρατάξεων.

Στην αντίπερα όχθη, ο κ. Τσίπρας καταγράφει στην παρούσα φάση τη μικρότερη απήχηση στους μετριοπαθείς ψηφοφόρους, όμηρος των ακραίων του κόμματος του και του πολακισμού, ένα φαινόμενο που συνιστά ανασταλτικό παράγοντα για την όποια απόπειρα μετεξέλιξης της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κεντροαριστερό κόμμα.

Εκτός των άλλων, οι ισόποσες σχεδόν διαρροές από Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ προς το ΠΑΣΟΚ, προκάλεσαν τα ανακλαστικά του Μεγάρου Μαξίμου, όπως φάνηκε και από τις τελευταίες ανακοινώσεις κατά του κ. Ανδρουλάκη.  

Βέβαια επειδή αναγνωρίζουν το ρυθμιστικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει το ΚΙΝΑΛ στο σχηματισμό Κυβέρνησης έχουν ξεκάθαρα διαχωρίσει το πως αντιμετωπίζουν έναν «πολιτικό αντίπαλο» από έναν αμετανόητο αρχηγό που είναι κολλημένος στο χθες.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα κομματικά επιτελεία βρίσκονται πλέον σε εγρήγορση αφού ο χρόνος για τις διπλές κάλπες μετράει ήδη αντίστροφα.