Αιχμές κατά της Κυβέρνησης για τον νόμο Κατρούγκαλο άφησε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος και υπεύθυνος Κ.Τ.Ε. Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, Παύλος Χρηστίδης.

«Καθαρές κουβέντες ή καθαρά ψέματα;  Η Νέα Δημοκρατία υποσχέθηκε το 2019 να καταργήσει τον νόμο Κατρούγκαλου.

Έξι χρόνια μετά;

Όχι μόνο δεν τον κατήργησε… Τον μονιμοποίησε. Με τον νόμο Βρούτση.

670.000 συνταξιούχοι παραμένουν όμηροι της “προσωπικής διαφοράς”.

70.000 χήρες και χήροι ζουν με μειωμένες συντάξεις.

Οι αναπηρικές; Παραμένουν καθηλωμένες.

Και η Εισφορά Αλληλεγγύης; Ακόμα εδώ. Μια άδικη κράτηση που η κυβέρνηση αρνείται να καταργήσει.

Ο ΕΦΚΑ; Βουλιαγμένος.

Αναμονές έως και 5 χρόνια για επικουρικές.

Η κυβέρνηση απέρριψε όλες τις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ:

Κατάργηση ΕΑΣ

Επαναφορά ΕΚΑΣ

Στήριξη των πιο αδύναμων

Οι συνταξιούχοι δεν ζητούν χάρη. Ζητούν δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, αξιοπιστία.

Αυτός είναι ο δρόμος του ΠΑΣΟΚ. Ένας δρόμος ευθύνης. Ένας δρόμος αλλαγής», αναφέρει ο Παύλος Χρηστίδης.

«Πυρά» για τα εργασιακά 

Στην παρουσίαση της «Μαύρου Βίβλου» των εργασιακών της Κυβέρνησης ο Παύλος Χρηστίδης ανέφερε: «Απευθύνομαι σήμερα ως Τομεάρχης Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης του ΠΑΣΟΚ σε 2.5 εκατομμύρια Έλληνες συνταξιούχους και 2.5 εκατομμύρια Έλληνες εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι μπορούν και μόνοι τους να αξιολογήσουν όσα έκανε η Νέα Δημοκρατία σε σχέση με όσα είχε υποσχεθεί η Νέα Δημοκρατία από το 2019.

Έχουμε μία κυβέρνηση η οποία οικοδομεί βήμα – βήμα ένα νέο, δυστοπικό, εργασιακό τοπίο, το οποίο δεν υπηρετεί τον εργαζόμενο, αλλά λίγα συγκεκριμένα και παρασιτικά συμφέροντα, με πρόσχημα μια υποτιθέμενη κανονικότητα, μία υποτιθέμενη παραγωγικότητα και μία υποτιθέμενη ευελιξία.

Σε αυτές τις ρυθμίσεις δεν συμφωνούν ούτε οι υγιείς επιχειρήσεις, μεγαλύτερες ή μικρότερες. Στην πράξη έχουμε πρωτοφανή αποδυνάμωση θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων, περιορισμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων και διεύρυνση των ανισοτήτων, με αποκορύφωμα την αναιτιολόγητη απόλυση και τους νέους περιορισμούς στον συνδικαλιστικό και απεργιακό δικαίωμα. 

Αυτή τη στιγμή έχουμε ένα νομοσχέδιο, το οποίο βρίσκεται σε διαβούλευση και για το οποίο ο κ. Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία θα μείνουν στην ιστορία ως ο πρωθυπουργός και το κόμμα του 13ωρου.

140 χρόνια μετά την εξέγερση των εργαζομένων για 8ωρο, η Νέα Δημοκρατία νομιμοποιεί το 13ωρο εργασίας. Και αυτό νομίζω ότι τα λέει όλα για τον τρόπο με τον οποίο η Νέα Δημοκρατία διανέμει τον πλούτο στη χώρα σε συγκεκριμένα συμφέροντα σε αντίθεση με αυτά που κάνει για τους εργαζόμενους.

Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε αυτή η κυβέρνηση έχει σχέδιο.

Με τον νόμο 4623 του 2019, καταργήθηκε ο «βάσιμος λόγος» απόλυσης. Ο εργοδότης απέκτησε και πάλι το δικαίωμα να απολύει χωρίς καμία αιτιολόγηση. Ένα πρώτο, καθοριστικό πλήγμα στην προστασία της εργασίας.

Το 2021, με τον περιβόητο «νόμο Χατζηδάκη», είδαμε την πιο ωμή και κάθετη επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα. Παρά τις καθησυχαστικές δηλώσεις ότι «το 8ωρο δεν καταργείται», θεσμοθετήθηκε η ατομική διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Αυξήθηκαν οι υπερωρίες, περιορίστηκε το απεργιακό δικαίωμα, και εξαιρέθηκαν στελέχη από τη στοιχειώδη προστασία του ωραρίου.

Το 2023, με τον νόμο 5053, η κυβέρνηση προχώρησε ακόμα παραπέρα. Επεκτάθηκε η 6ήμερη εργασία, καθιερώθηκε η δυνατότητα απόλυσης χωρίς προειδοποίηση μέσα στο πρώτο δωδεκάμηνο. Και όλα αυτά, βαφτίζοντας τον νόμο «για την ενίσχυση της εργασίας».

Στο ίδιο διάστημα, περιορίστηκαν οι όροι επέκτασης και αντιπροσωπευτικότητας των συλλογικών συμβάσεων. Αντί να ενισχυθεί η συλλογική διαπραγμάτευση, όπως αρμόζει σε μια σύγχρονη δημοκρατία, ενισχύθηκε η ατομική σύμβαση, που αφήνει τον εργαζόμενο εκτεθειμένο και αδύναμο απέναντι στον εργοδότη.

Θυμίζω ότι, πριν από λίγους μήνες, συζητήσαμε ένα νομοσχέδιο στο οποίο αναδείξαμε ότι ο χώρος της εργασίας στην Ελλάδα καλύπτεται περίπου από 28-29% συλλογικές συμβάσεις εργασίας, την ώρα που σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, το αντίστοιχο ποσοστό που επιτάσσει η ευρωπαϊκή οδηγία είναι να φτάνει το 80%. 

Και ποιο είναι, τελικά, το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής;

Η ατομική διαπραγμάτευση υπερίσχυσε της συλλογικής.

Το δικαίωμα στην απεργία περιορίστηκε ουσιαστικά.

Η απόλυση έγινε πιο εύκολη και πιο φθηνή.

Οι ώρες εργασίας αυξήθηκαν μέσα από νέες «ευελιξίες».

Και η ρητορική περί «προστασίας των εργαζομένων» αποδείχθηκε ένα κενό γράμμα.

Η πολιτική της Νέας Δημοκρατίας είναι μια πολιτική η οποία δεν επιστρέφει στον σκληρά εργαζόμενο το μερίδιο που θα έπρεπε να παίρνει από την όποια ανάπτυξη υπάρχει στον τόπο. 

Απουσιάζουν φυσικά και όλα τα ζητήματα τα οποία αφορούν τις πραγματικές πολιτικές στήριξης της θέση της γυναίκας στον χώρο της εργασίας, της θέση της μητέρας στον χώρο της εργασίας, την πραγματική στήριξη της οικογένειας. 

Έχουμε συμπεριλάβει στην παρουσίαση δύο διαγράμματα που αποτυπώνουν την αγοραστική δύναμη των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την Ελλάδα να βρίσκεται στη ντροπιαστική προτελευταία θέση, μόλις μία θέση πάνω από τη Βουλγαρία. Αυτή είναι η επιτυχία του κυρίου Μητσοτάκη για τους εργαζόμενους. 

«Ο νόμος Κατρούγκαλου είναι ακόμα σε ισχύ και επικυρώθηκε με το νόμο Βρούτση» 

Θα περάσω τώρα στα θέματα τα οποία έχουν να κάνουν με την κοινωνική ασφάλιση, για την οποία η Νέα Δημοκρατία, το 2019, είχε πει πολλά, με πρώτο και καλύτερο τον τότε υποψήφιο πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, με τη δέσμευσή του ότι θα καταργήσει το νόμο Κατρούγκαλου. Έξι χρόνια μετά, ο νόμος Κατρούγκαλου είναι σε πλήρη ισχύ. Ο κ. Μητσοτάκης, όχι μόνο δεν κατήργησε τον νόμο, αλλά με τον νόμο Βρούτση, το 2020, τον επικύρωσε, τον μονιμοποίησε, τον έκανε ακόμα πιο σκληρό. Αυτό είναι το μέτρο της αξιοπιστίας του.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έχουμε και τον λειτουργικά αναποτελεσματικό e-ΕΦΚΑ. Χιλιάδες ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι ταλαιπωρούνται καθημερινά. Και όμως, η κυβέρνηση πανηγυρίζει ότι «έλυσε το πρόβλημα» της απονομής συντάξεων. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική: οι καθυστερήσεις φτάνουν από τους 12 μήνες έως και τα 5 χρόνια. Στις επικουρικές συντάξεις, μάλιστα, η καθυστέρηση 5 ετών είναι ο κανόνας.

Παράλληλα, παραμένει η χαμηλή ανταποδοτικότητα των συντάξεων σε σχέση με τις εισφορές που κατέβαλαν οι εργαζόμενοι για μια ζωή. Παραμένουν οι περικοπές του ΕΚΑΣ, οι μειώσεις σε όλες τις συντάξεις, ιδιαίτερα στις αναπηρικές και στις συντάξεις χηρείας. Παραμένει η προσωπική διαφορά, που κρατά σε ομηρία περίπου 670.000 συνταξιούχους. Και περίπου 70.000 συμπολίτες μας, δικαιούχοι συντάξεων χηρείας, συνεχίζουν να ταλαιπωρούνται. Kαι φυσικά διατηρεί άθικτο το σύστημα Εισφοράς Αλληλεγγύης, που απομυζά τους συνταξιούχους και στραγγαλίζει το εισόδημά τους.

Και ενώ όλα αυτά τα προβλήματα παραμένουν, η κυβέρνηση αρνήθηκε να ψηφίσει τις τροπολογίες που κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ. Αρνήθηκε την κατάργηση της άδικης κράτησης 6% υπέρ ΕΟΠΥΥ στις επικουρικές συντάξεις. Αρνήθηκε επίμονα να επαναφέρει το ΕΚΑΣ για τους χαμηλοσυνταξιούχους. Και τι έκανε; Μοίρασε ψευδεπίγραφα «επιδοματάκια», εορταστικού χαρακτήρα, που δεν λύνουν το πρόβλημα, αλλά συντηρούν την κοροϊδία και την ομηρία.

Ο τρόπος με τον οποίο η ΝΔ υπέκλεψε την ψήφο του ελληνικού λαού το 2019 και έξι χρόνια μετά, διατηρεί όλα αυτά τα δεδομένα, τα οποία δυσκολεύουν τη ζωή των Ελλήνων συνταξιούχων και των οικογενειών τους, δείχνει ότι πολύ σύντομα αυτή η παράταξη δεν μπορεί να συνεχίσει στον δρόμο αυτό. Χρειάζεται μια πολύ μεγάλη αλλαγή για αξιοπρέπεια, για πραγματική στήριξη, για αύξηση των εισοδημάτων, για δικαιοσύνη και όχι κοροϊδία.

«Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΦΤΩΧΕΙΑ»

Θα αναφερθώ συνοπτικά και θα κλείσω με το κομμάτι της πρόνοιας, της κοινωνικής συνοχής και της οικογένειας. Η Ελλάδα δυστυχώς κατέχει σήμερα την πιο θλιβερή πρωτιά στην Ευρώπη. Αποτελεί πρωταθλήτρια στην παιδική φτώχεια και η κυβέρνηση κάνει ότι δεν ακούει. Τα επίσημα στοιχεία της Eurostat μιλούν από μόνα τους. Έχουμε σχεδόν το 28% των παιδιών να ζει σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Ένα στα τρία παιδιά το 34,6% βιώνει σοβαρή υλική στέρηση, στερούμενο βασικά αγαθά. Σε μια σύγχρονη κοινωνία που θα έπρεπε όλα αυτά να θεωρούνται αυτονόητα. Το πιο ανησυχητικό από όλα αυτά είναι ότι 6 στα 10 παιδιά που προέρχονται από οικογένειες χαμηλής μόρφωσης κινδυνεύουν να παγιδευτούν στον ίδιο φαύλο κύκλο της φτώχειας. 

Απέναντι σε αυτή την κοινωνική τραγωδία η κυβέρνηση σιωπά. Δεν υπάρχει καμία συνεκτική στρατηγική για την καταπολέμηση της φτώχειας και είναι προφανές ότι αντί για πολιτικές πρόληψης και στήριξης, περιορίζεται σε vouchers, χωρίς απολύτως καμία αξιολόγηση, χωρίς διαφάνεια, χωρίς κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Δεν υπήρξε καμία ουσιαστική ενίσχυση της κοινωνικής πρόνοιας. Δεν υπήρξε ουσιαστική πρόβλεψη για τις μονογονεϊκές οικογένειες. Δεν υπήρξε επί της ουσίας μέριμνα για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας.

Δεν υπήρξε μια προσπάθεια ουσιαστικής αποκέντρωσης και ενίσχυσης της αυτοδιοίκησης με στόχο να δημιουργήσει πραγματικές δομές στήριξης και πρόληψης. Αντί λοιπόν για μια πραγματικά κοινωνική πολιτική έχουμε μια επικοινωνιακή διαχείριση της φτώχειας. Και μπορεί για πολλούς, ειδικά από τη μεριά της Νέας Δημοκρατίας, αυτό να ακούγεται ως ένα ακόμα στατιστικό στοιχείο, στην πραγματικότητα όμως αυτό για το οποίο μιλάμε είναι μια μεγάλη πληγή στη χώρα. Είναι παιδιά που στερούνται ευκαιριών, που μεγαλώνουν χωρίς ελπίδα. Και είναι προφανές ότι εδώ μιλάμε για τον ορισμό της πολιτικής ανεπάρκειας και της έλλειψης ενδιαφέροντος. Μιλάμε για τον ορισμό της πολιτικής αναλγησίας. 

Η άποψή μας είναι ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να πορεύεται ως ουραγός στην Ευρώπη και επομένως χρειαζόμαστε μια εθνική στρατηγική κατά της παιδικής φτώχειας. Επένδυση στη δημόσια παιδεία και στήριξη στις πιο ευάλωτες οικογένειες. Αυτός είναι και ο στόχος όσων θα παρουσιάσει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ στην επίσκεψή του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης τις επόμενες ημέρες. Αυτός είναι και ο στόχος της τεκμηριωμένης αντιπολίτευσης, την οποία παρουσιάζουμε διαρκώς αυτό το χρονικό διάστημα, με σοβαρότητα, με σχέδιο.

Θέλουμε να καταδείξουμε ότι υπάρχει ένας άλλος εναλλακτικός δρόμος που οι Έλληνες εργαζόμενοι, οι Έλληνες συνταξιούχοι, θα μπορούν να ζήσουν οι ίδιοι τις οικογένειές τους με αξιοπρέπεια. Αυτός είναι ο δρόμος του ΠΑΣΟΚ. Και κλείνοντας θέλω να ευχαριστήσω πολύ για τη συνεισφορά τους σε αυτή τη διαδικασία τους Γραμματείς των Τομέων, τον Νίκο Δήμα, Γραμματέα του Τομέα Εργασίας, τον Γιώργο Κουτρουμάνη, Γραμματέα της Κοινωνικής Ασφάλισης, τον Γιώργο Μόσχου, Γραμματέα του Τομέα Συνδικαλιστών».