Το πρωί μυρίζει ξύλα και βρεγμένη γη,
το τζάκι καπνίζει αργά σαν αναστεναγμός.
Η γιαγιά στο κατώφλι ρίχνει καλαμπόκι στις κότες,
κι εγώ θυμάμαι τα παιδικά μου χέρια, μικρά, γεμάτα λάσπη.
Το ρολόι του καμπαναριού χτυπά ακόμα,
μα κανείς δεν το κοιτά.
Οι δρόμοι στενεύουν κάθε χρόνο,
όσο οι φωνές λιγοστεύουν στα πεζούλια.
Τα σπίτια κοιμούνται με τα παράθυρα κλειστά,
μονάχα τα γιασεμιά μένουν ξύπνια,
να θυμίζουν πως κάποτε εδώ
οι άνθρωποι γελούσαν δυνατά, χωρίς λόγο.
Κι όταν βραδιάζει,
το χωριό παίρνει τη μυρωδιά του καλοκαιριού,
εκείνης της ώρας που γύριζαν όλοι απ’ τα χωράφια,
με τον ιδρώτα να λάμπει σαν ήλιος στο δέρμα.
Τώρα γυρίζω μοναχός,
το χώμα γνωρίζει ακόμα το πάτημά μου·
μόνο που η σιωπή δεν είναι πια γλυκιά,
είναι το τραγούδι που έμεινε μισό.
@ Γιάννης Παρασκευόπουλος