Τον διθύραμβο στη μεταμόρφωση της Ελλάδας από «basket case» («καμένο χαρτί» σε ελεύθερη μετάφραση») σε ισχυρό παίκτη στον διεθνή τομέα των επενδύσεων, πλέκει η οικονομική εφημερίδα Financial Times.

Χαρακτηριστικά, ο συντάκτης του σχετικού άρθρου, Robin Wigglesworth, αναφέρει ότι «η Ελλάδα μεταμορφώθηκε από οικονομικό basket case, σε τίγρη της ανάπτυξης στην Ευρώπη. Κι αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό και θα πρέπει να το εκτιμήσει οποιοσδήποτε ζει ακόμη με τον εφιάλτη του Γιάνη Βαρουφάκη να παίζει πιάνο». Προφανώς ο δημοσιογράφος των FT παραπέμπει στις πολυσυζητημένες πόζες του κ. Βαρουφάκη σε μεγάλο φωτογραφικό αφιέρωμα του γαλλικού περιοδικού Paris-Match, το Μάρτιο του 2015, τότε που ο νυν ηγέτης του ΜέΡΑ 25 ήταν ο αγέρωχος «τσάρος» της οικονομίας, ως υπουργός Οικονομικών της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Το άρθρο των Financial Times εστιάζει στο φαινόμενο του «μεγακύκλου» στον οποίον έχει εισέλθει η ελληνική οικονομία, βάσει μιας έκθεσης που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα η Barclays Bank για τη χώρα μας. Η έκθεση τιτλοφορείται ως «Ελλάδα: Οι εκλογές και ένας νέος μεγάκυκλος» και εν περιλήψει επισημαίνει ότι «οι εκλογές της 21ης Μαΐου προβλέπονται αμφίρροπες, κατά τη δική μας άποψη όμως, δεν περιμένουμε ότι η πρόοδος που έχει επιτευχθεί από το 2015 θα αναστραφεί. Τα μακρο-οικονομικά μεγέθη και τα δημοσιονομικά δικαιολογούν μια ενδεχόμενη αναβάθμιση πιστοληπτικής ικανότητας, ενώ από διασταυρωμένες πηγές, θεωρούμε ότι βρισκόμαστε στο στάδιο της έναρξης ενός καινούργιου μεγακύκλου για την Ελλάδα. [...] Η ελληνική οικονομία κατόρθωσε να ανακάμψει δυναμικά από την ύφεση της πανδημίας, ξεπερνώντας σε επιδόσεις τους περισσότερους εταίρους της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ισχυρή ανάπτυξη, μείωση του δημόσιου χρέους και, όπως προδιαγράφεται, επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα, λογικά οδηγούν σε μια θεαματική μείωση του δείκτη χρέους κυβέρνησης/ΑΕΠ, καθώς και στο χάσμα ανάμεσα στην Ελλάδα και άλλες χώρες βεβαρυμένες με μεγάλο χρέος».

Όπως εξηγεί το άρθρο των FT, «η Ελλάδα δεν είναι μια τυπική οικονομία, η οποία διαγράφει κυκλική πορεία ανά 7-8 χρόνια. Αντιθέτως, η μεταπολεμική οικονομική ιστορία της χώρας έχει σημαδευτεί από δύο μεγακύκλους: Ο πρώτος, ο αναπτυξιακός, διήρκεσε από τη δεκαετία του '50 έως το μέσον των '70s. Ο δεύτερος ήταν αρνητικός, φτάνοντας ως τη δεκαετία του 1990 -πριν επέλθει η κατάρρευση, το 2009.

»Τώρα όμως, φαίνεται πως ήρθε η στιγμή της εκκίνησης του τρίτου μεγακύκλου για την Ελλάδα. Διότι, 1) η χώρα έχει την ευκαιρία να δημιουργήσει έναν ανταγωνιστικό τομέα υπηρεσιών, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της.

2) Η Ελλάδα ευνοείται εκ φύσεως, από το μίγμα της οικονομίας, της, καθώς το ΑΕΠ της χώρας συναρτάται κατά 75-80% στις υπηρεσίες (τουρισμός, κτηματομεσιτικά, μεταφορές, χειρισμός υπολογιστών, καθαρή ενέργεια, ιατρικά). Δεν τίθεται ζήτημα ίδρυσης πχ μιας καινούργιας αυτοκινητοβιομηχανίας.

3) Τα προβλήματα που ταλανίζουν την Ευρώπη ως σύνολο (ενέργεια, ασφάλεια, ενεργειακή μετάβαση, προστατευτισμός από την Κίνα και τις ΗΠΑ), εστιάζουν περισσότερο στις διακρατικές συμπράξεις εντός ΕΕ ενώπιον των προκλήσεων, παρά στις διαφορές μεταξύ εθνικών οικονομιών.

4) Η Ελλάδα ξεκινά την άνοδό της από πολύ πιο χαμηλά σε σχέση με ανταγωνιστικές οικονομίες. Η χώρα επωφελείται από δομικές μεταρρυθμίσεις, επενδύσεις σε υποδομές, καθώς και από τα κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, τα μερίδιο του οποίου που αναλογεί στην Ελλάδα ανέρχεται σε 60 δισ. ευρώ -τεράστιο σε σχέση με τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας, η οποία εκτιμάται στα 200 δισ. ευρώ περίπου.

»Γενικότερα, φαίνεται πως στην Ελλάδα υπάρχει μια βάση ανάπτυξης η οποία υπερβαίνει την θετική πορεία μετά από την πανδημία. Η διατήρηση αυτής της τάσης, θα αποδειχθεί παράγοντας-κλειδί ώστε η χώρα να εισέλθει σε έναν πολυετή μεγάκυκλο υψηλών ρυθμών ανάπτυξης. Στην παρούσα κυβέρνηση θα πρέπει να αποδοθούν τα εύσημα γι' αυτή την έκρηξη επενδύσεων, εξάλλου η εμπιστοσύνη των αγορών είναι πάντα ένα σημάδι ότι υφίστανται φιλικές προς τις επενδύσεις πολιτικές. Γι' αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί οίκοι αξιολόγησης περιμένουν την έκβαση των εκλογών και των συνεπειών της για την πολιτική σταθερότητα και τη διατήρηση της μεταρρυθμιστικής δυναμικής, προτού αποφανθούν για μια ενδεχόμενη αναβάθμιση της επενδυτικής βαθμίδας για την Ελλάδα.

»Πολλοί, πάντως, σχολιάζουν (καθόλου αδίκως) ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας δεν αποτελεί κάτι που δικαιολογεί πανηγυρισμούς, εφόσον είχε προηγηθεί η απόλυτη ισοπέδωση επί σχεδόν δέκα χρόνια. Τα εισοδήματα παραμένουν πολύ χαμηλότερα σε σχέση με το 2010 και το προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων έχει μειωθεί. Ωστόσο, δεν είναι σωστό να ξεκινάμε με σημείο αναφοράς το 2010.

»Εν κατακλείδι -και χωρίς να ερεθίζουμε παλιές έριδες- δεν υπάρχει κανένα ρεαλιστικό σενάριο που να μην παρουσιάζει τις συνέπειες των οικονομικών, πολιτικών και χρηματοπιστωτικών αποφάσεων της Ελλάδας έως το 2010, σαν οτιδήποτε άλλο από οδυνηρές. Οπότε, επί του παρόντος, μήπως θα πρέπει να χαιρόμαστε για το ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο σωστό δρόμο;»