Στις έξι το ξυπνητήρι χτυπάει σαν σειρήνα,
ο ήλιος δεν προλαβαίνει να φανεί.
Ο καφές στάζει μηχανικά,
οι δρόμοι ανασαίνουν καυσαέριο και βιασύνη.
Στο λεωφορείο πρόσωπα χωρίς βλέμμα,
ο καθένας με το δικό του βάρος
λογαριασμούς, προθεσμίες,
μια σιωπή που γίνεται συνήθεια.
Το μεσημέρι μυρίζει πλαστικό φαγητό,
οι φωνές από τα γραφεία σμίγουν
με σειρήνες, κόρνες, τη βαβούρα των οθονών.
Η μέρα περνά χωρίς να σε ρωτήσει.
Κι όμως, το βράδυ, όταν η πόλη χαμηλώνει,
ένα φως μένει αναμμένο σ’ ένα μπαλκόνι,
μια γάτα γουργουρίζει σε μια ταράτσα,
κι ένας άνθρωπος σκέφτεται πως θα αντέξει
@ Γιάννης Παρασκευόπουλος